Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αθρόως
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αθρόως, επίρρ.
  • 1) Πυκνά, στενά:
    • μας εκύκλωσαν οι στρατηγοί αθρόως (Διγ. Gr. 676).
  • 2)
    • α) Aκάθεκτα:
      • εις οίκον του στρατηγού αθρόως επιπίπτει (Διγ. Gr. 28
    • β) ξαφνικά, αμέσως, γρήγορα:
      • τις αφ’ ημών την αδελφήν απέσπασεν αθρόως; (Διγ. Gr. 1557· Προδρ. I 168).

[αρχ. επίρρ. αθρόως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες