Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αθρυμμάτιστος -η -ο [aθrimátistos] Ε5 : που δε θρυμματίστηκε. ANT θρυμματισμένος.
[λόγ. α- 1 θρυμματισ- (θρυμματίζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθρυμμάτιστος, -η, -ο [aθrimátistos]
- ① unshattered, unbroken (ant θρυμματισμένος)
- ② unbreakable (syn που δε θρυμματίζεται, άθραυστος):
- αθρυμμάτιστη πέτρα, τυρί αθρυμμάτιστο
[cpd w. *θρυμματιστός: θρυμματίζω 'crush, b artill. break to pieces']