Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αθροιστικός -ή -ό [aθristikós] Ε1 : που έχει σχέση με την άθροιση: α. με την πρόσθεση των αριθμών: Aθροιστικό λάθος. Aθροιστική μηχανή, με την οποία γίνεται η άθροιση. β. με τη συγκέντρωση επί μέρους στοιχείων και τη δημιουργία ενός συνόλου: Aθροιστική σύνθεση. || (γραμμ.): Aθροιστικό όνομα, περιληπτικό. || (φιλολ.): Tο αθροιστικό πρόθημα ἁ- της αρχαίας ελληνικής.
αθροιστικά ΕΠIΡΡ: Φάρμακο που ενεργεί ~. [λόγ. < ελνστ. ἀθροιστικός `που συγκεντρώνει΄ σημδ. αγγλ. adding]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθροιστικός, -ή, -ό [aθristikós]
- ① of adding, of summation:
- αθροιστική μηχανή adding machine, tabulating machine |
- αθροιστικό λάθος adding error, miscount
- ⓐ cumulative:
- αθροιστική ενέργεια cumulative effect |
- statist αθροιστική κατανομή (or συνάρτηση) cumulative distribution; αθροιστικά διαγράμματα cumulant diagrams
- ② collective, cumulative:
- artill. αθροιστικό πυρ collective fire |
- gramm αθροιστικό όνομα collective noun (syn περιληπτικό όνομα such as βουλή, πλήθος, συνέλευση, στρατός, χωριό) |
- αθροιστικό άλφα (α-) prefix α- w. collective sense |
- αθροιστική προοπτική cumulative perspective |
- αθροιστική και συνοψιστική φιλοσοφική σκέψη |
- (από την ταράτσα του χτιρίου) ρίχνοντας αθροιστικές ματιές κάτωθέ μου συλλογιζόμουν πως κλ (Karantonis) |
- εδώ δεν υπάρχει ομοιομορφία, μα ένα είδος αθροιστικής φαντασμαγορίας από αρχιτεκτονικά σχέδια (id.) |
- έχουμε μπροστά μας (sc ποιήματα), ένα έργο πολλαπλών κρούσεων, μια σύνθεση αθροιστική (id.)
[fr K, PatrG ἀθροιστικός]
- ① of adding, of summation: