Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθροιστικά [aθristiká] adv
- in the aggregate, collectively:
- η αξία δεν είναι έννοια που συνάγεται ~ με τη διαπίστωση σταθερών γνωρισμάτων (Papanoutsos) |
- υπάρχει ο κίνδυνος να μεταφέρουν (sc οι Mαύροι της Aμερικής) στον αγώνα για τη διεκδίκηση των επαγγελματικών συμφερόντων τους το πάθος κατά των Λευκών, το ~ συσσωρευμένο μέσα στις πληγωμένες ψυχές τους (id.) |
- με το βάθος της εμπειρίας δεν σχηματίζομε βέβαια ~ ή συσσωρευτικά τα κριτήριά μας, χωρίς καμιά πρώτην οδηγητικήν αρχή (Tsatsos)
[der of αθροιστικός]
- in the aggregate, collectively: