Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αθροίζω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αθροίζω [aθrízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.(για αριθμούς ή ποσότητες) προσθέτω και βρίσκω το άθροισμα: Aθροίζονται τα επί μέρους ποσά. 2. (μτφ., ιδ. για αφηρ. έννοιες) τις συγκεντρώνω και σχηματίζω μ΄ αυτές ένα ενιαίο σύνολο: Ο Παλαμάς αθροίζει μέσα του κι εκφράζει την κάθε δύναμη κι αδυναμία του έθνους μας.

[λόγ. < αρχ. ἀθροίζω `συγκεντρώνω΄ σημδ. αγγλ. sum, sum up]

[Λεξικό Κριαρά]
αθροίζω.
  • (Προκ. για πόλεμο) συγκροτώ:
    • (Bίος Aλ. 4646).

[αρχ. αθροίζω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αθροίζω [aθrízo] aor άθροισα, med αθροίζομαι, ppp αθροισμένος
  • ① add (up), sum up, count up, total (syn προσθέτω, κάνω άθροιση or πρόσθεση):
    • θ' άξιζε ν' αθροίση κανείς τα κέρδη του K. από τα βιβλία του (Prevelakis) |
    • poem τις ημέρες μου άθροισα κ' έμεινα μόνος (Elytis)
  • ② gather (bring) together, collect, assemble, muster (syn μαζεύω, συγκεντρώνω, συλλέγω, συνάζω, συναθροίζω):
    • ο συγγραφεύς ζωντανεύει και αθροίζει γύρω από τον K. όλους τους ήρωες των έργων του (Melas) |
    • αθροίζει τις ιδέες του και στήνει τις ... ανθρώπινες κολόνες του, τους "Aποστόλους" (Papantoniou) |
    • άθροισα με το νου μου όλα τούτα τα πολυποίκιλα (Papatsonis) |
    • ο Παλαμάς ... αθροίζει μέσα του και εκφράζει τυπικότερα την κάθε δύναμη και αδυναμία του έθνους του (KChatzop) |
    • και αν ακόμα αθροίσωμε το σύνολο των ανθρώπων ... επί της γης, οι άνθρωποι αποτελούν ένα ελάχιστο ποσοστό τέφρας (Theodorakop) |
    • poem και δεν μιλώ· είναι γιατί | ~ αιτίες κι αφορμές | ν' αλλάξω τα φθαρμένα μάτια μου (Geranis)
  • ⓐ mi αθροίζομαι gather, assemble:
    • αθροίζονται οι γνώσεις |
    • αθροίζονται οι νέοι κατά το νόμο της μάζας και ανιούν (Theodorakop) |
    • υπάρχουν λαοί που δεν έχουν ακόμη αθροισθή σε εσωτερική κοινωνικότητα (id.)

[fr MG αθροίζω ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες