Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αθρεψία η.
-
- Έλλειψη θρέψης, ατροφία:
- (Προδρ. IV 577 χφφ VPK κριτ. υπ).
[<στερ. α‑ + ουσ. θρέψις]
- Έλλειψη θρέψης, ατροφία:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθρεψία [aθrepsía] η, (L) med
- lack of nutrition, malnutrition, athrepsy (syn ατροφία):
- (ο θύμος) είναι ο αδήν της νεότητος ...· υπολειτουργία του οδηγεί σε ραχιτισμό, δυσκρασία και ~ της παιδικής ηλικίας (Katsigra) |
- ~ και γενική αδυναμία μέχρι του σημείου να μην μπορή να καθίση στο κρεβάτι (id.)
[fr MG αθρεψία, cpd w. θρέψω, θρέψις]
- lack of nutrition, malnutrition, athrepsy (syn ατροφία):