Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθρακιά [aθracá] η, (& θρακιά) region. & lit
- heap of live coals (syn in αθάλη 2):
- ζεστή κουλούρα ... που ... η μάνα την έψησε στην ~ (Vlachogiannis) |
- η φλόγα ... αδυνάτισε λίγο λίγο, ίσαμε που απόμεινε η ~ μονάχα (Vlami)
[fr MG ανθρακιά ← AG]
- heap of live coals (syn in αθάλη 2):