Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αθρήνητος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αθρήνητος -η -ο [aθrínitos] Ε5 : (για νεκρό) άκλαυτος.

[λόγ. < μσν. αθρήνητος < α- 1 θρηνη- (θρηνώ) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αθρήνητος, -η, -ο [aθrínitos] (L)
  • unmourned, unlamented (syn άκλαυτος, αμοιρολόγητος):
    • αθρήνητο τον έθαψαν |
    • poem ο ήσκιος σας περήφανος κι ~ ας πέφτη, μέσ' τον τερπνό του ιδανικού κι αθόλωτο καθρέφτη (Porphyras) |
    • και θρήνους άλλους τόσους στους αθρήνητους | θαλασσινούς, που άβλογοι στάθηκαν (Skipis)

[fr MG (Eustathius) αθρήνητος, cpd w. θρηνητός; cf δυσθρήνητος, πολυθρήνητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες