Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αθλοπαιδιά η [aθlopeδiá] Ο24 (συνήθ. πληθ.) : παιχνίδι ή άθλημα, συνήθ. ομαδικό, που συνδυάζει ως στόχο τη σωματική άσκηση, την άμιλλα και την ψυχαγωγία: Xώρος / γήπεδο αθλοπαιδιών. Tο σχολικό πρόγραμμα προβλέπει ώρες αθλοπαιδιών.
[λόγ. < αρχ. pθλ(ον) `αγώνισμα με βραβείο΄ -ο- + παιδιά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθλοπαιδιά [aθlope∂iá] η, (L)
- athletic game, usu pl αθλοπαιδιές οι, (syn αθλητικό παιγνίδι):
- (έχουν) χώρους για αθλοπαιδιές (Papanoutsos) |
- ό,τι ήταν άλλοτε ανάγκη ζωής μεταβάλλεται σε ~, δηλαδή σ' ερασιτεχνία |
- το περπάτημα, η αναρρίχηση, η πάλη (Terzakis)
[cpd of άθλος & παιδιά 'play, game, sport']
- athletic game, usu pl αθλοπαιδιές οι, (syn αθλητικό παιγνίδι):