Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αθλοθετώ [aθloθetó] -ούμαι Ρ10.9 : ορίζω ή διαθέτω το έπαθλο γι΄ αυτόν που θα νικήσει σε αθλητικό αγώνα ή σε άλλο διαγωνισμό: H Εθνική Tράπεζα αθλοθέτησε το έπαθλο του μαραθωνίου. Tα βραβεία αθλοθετήθηκαν από το Yπουργείο Παιδείας.
[λόγ. < ελνστ. ἀθλοθετῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- αθλοθετώ.
-
- Προΐσταμαι σε κάπ. έργο, παίρνω πρωτοβουλία για κ.:
- (Bίος Aλ. 2400).
[μτγν. αθλοθετέω. Η λ. και σήμ.]
- Προΐσταμαι σε κάπ. έργο, παίρνω πρωτοβουλία για κ.:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθλοθετώ [aθloθetó] αθλοθετείς, pass αθλοθετείται, aor αθλοθετήθηκε (L)
- set up a competition w. prizes:
- η απλότητα της οικονομίας, η έλλειψη δραματικού βάθους και η κενότητα των χαραχτήρων δεν αθλοθετούν για τους ερμηνευτές σοβαρούς σκηνοθετικούς αγώνες (Lekatsas) |
- αθλοθετείται (αθλοθετήθηκε) ένα νέο βραβείο
[fr MG, K ἀθλοθετῶ, der of αθλοθέτης]
- set up a competition w. prizes: