Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αθλητισμός ο [aθlitizmós] Ο17 : το σύνολο των αθλημάτων καθώς και των προβλημάτων ή των ενεργειών που σχετίζονται μ΄ αυτά: Aνδρικός / γυναικείος ~. Ερασιτεχνικός / επαγγελματικός ~. Kλασικός ~. Ο ~ αναπτύχθηκε πρώτα στην αρχαία Ελλάδα. Yφυπουργείο αθλητισμού. || το άθλημα: Kάνω αθλητισμό, αθλούμαι.
[λόγ. < γαλλ. athlétisme < athlèt(e) = αθλητ(ής) -isme = -ισμός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθλητισμός [aθlitizmós] ο,
- athletics, competitive sports:
- ~ στίβου track games |
- μορφές ψυχαγωγίας και αθλητισμού |
- επιδίδεται στον αθλητισμό he occupies himself w. athletics |
- αποδίδουν στον αθλητισμό διεγερτικήν επίδραση (Katsigra)
- ⓐ the cause, subject, problem of athletics:
- συζητούμε για αθλητισμό
[der of αθλητής]
- athletics, competitive sports: