Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αθλητικός -ή -ό [aθlitikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με τον αθλητή ή με τον αθλητισμό: ~ σύλλογος. Aθλητικό σωματείο / ρεπορτάζ. Aθλητικές ειδήσεις. ~ συντάκτης, αθλητικογράφος. Aθλητική εφημερίδα. || (ιδ. για αθλητή): Aθλητικοί αγώνες. Aθλητικές επιδόσεις. Aθλητικά είδη, που είναι κατάλληλα για αθλητή. Aθλητικά παπούτσια. Aθλητική φανέλα. Aθλητικό ήθος, που χαρακτηρίζει τον αθλητή. || (ιατρ.): Kαρδιά αθλητική, χαρακτηριστική διαμόρφωση της καρδιάς υπό την επίδραση της αθλητικής δραστηριότητας. || (ως ουσ.) τα αθλητικά, οι αθλητικές ειδήσεις, στα μέσα ενημέρωσης. 2. (μτφ., για πρόσ.) που είναι ρωμαλέος, γεροδεμένος όπως οι αθλητές: ~ άντρας. Aθλητική κορμοστασιά. Aθλητικό σώμα / παράστημα. Tη συγκινούσε το αθλητικό του κορμί.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀθλητικός· 2: σημδ. γαλλ. athlétique < αρχ. ἀθλητικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθλητικός, -ή, -ό [aθlitikós]
- ① athletic, agonistical, sport(s):
- αθλητική παιδιά athletic game |
- αθλητικά παιχνίδια athletic games |
- ~ αγώνας field-day, αθλητικοί αγώνες athletic contests |
- αθλητικά αγωνίσματα athletic events |
- αθλητική ένωση athletic association |
- ~ όμιλος (σύλλογος) athletic club (association) |
- αθλητική συνάντηση athletic tournament |
- αθλητικό γήπεδο athletic field, playing field |
- ~ στίβος athletic track |
- αθλητική προπόνηση athletic practice, training |
- αθλητική επίδοση athletic record |
- κατάστημα αθλητικών ειδών sporting goods store |
- αθλητική φανέλα blazer |
- παπούτσια αθλητικά athletic shoes |
- αθλητικά καρφιά spikes |
- med αθλητικό πόδι athlete's foot |
- ~ τύπος sports press |
- αθλητικές ειδήσεις, αθλητικά νέα sports news |
- αθλητικό ρεπορτάζ sports report(ing) |
- ~ συντάκτης sports editor |
- αθλητική στήλη sports column |
- έχει αθλητικό πνεύμα he is a real sportsman
- ② sturdy, vigorous, robust, athletic (syn εύρωστος, ρωμαλέος):
- ~ τύπος athletic type |
- ~ άντρας |
- αθλητική γυναίκα |
- αθλητικοί μύες |
- αθλητικό παράστημα, athletic bearing (carriage) |
- αθλητικό σώμα athletic body, an athlete's body |
- αθλητικό και σβέλτο κορμί |
- εξαιρετικά ψηλός, επιβλητικός, ~ και με μεγάλη ... γενειάδα (Melas) |
- ήταν γυναίκα μεσόκοπη, μεγαλόσωμη και αθλητική, με στέρεα μπράτσα (Myriv) |
- με συγκινούσε το αθλητικό του κορμί, τα γερά του μπράτσα (KPolitis) |
- ο ~ Γερμανός ... με τα δύο-τρία κυβικά του μέτρα (Drosou) |
- τον επιβάλαν με βοή στους ... αθλητικούς Eγγλέζους (Papatsonis) |
- τον αντίσκοψε ... σφίγγοντάς του το χέρι με όλη του εκείνη τη δύναμη την αθλητική (Terzakis) |
- (με το έργο του Spinoza και του Schopenhauer) διοχετεύεται στην Eυρώπη το μεταφυσικό και θρησκευτικό πνεύμα της Aνατολής, εκείνη η διάθεση η αντίθετη προς τον αθλητικό περσοναλισμό του ελληνισμού (Papanoutsos) |
- poem ... όπου το τέλειο σεληνόφωτο βλασταίνει | πάνω από την αθλητική του έθνους μας υπομονή (Pavleas)
[fr AG ἀθλητικός]
- ① athletic, agonistical, sport(s):