Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αθλητικά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αθλητικά1 [aθlitiká] adv
  • in an athletic manner, i.e. in the manner of a champion:
    • ~ εδώ τη ζωή τους την πέρασαν· ο ένας υπογραμμός τού επιστημονικά καταρτισμένου νου, ο άλλος ... μάρτυς για την ιδέα του (Palam).
[Λεξικό Γεωργακά]
αθλητικά2 [aθlitiká] τα,
  • ① athletics, sports (syn σπορτς)
  • ② sporting goods, sports outfits (syn αθλητικά είδη)
  • ③ sports news (syn αθλητικές ειδήσεις, αθλητικά νέα) ; sports column (syn αθλητική στήλη) .
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες