Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αθλητής ο [aθlitís] Ο7 θηλ. αθλήτρια [aθlítria] Ο27 : 1.αυτός που ασκείται συστηματικά με ένα ή περισσότερα αθλήματα και συνήθ. συμμετέχει σε αθλητικούς αγώνες: Προπόνηση του αθλητή. Οι Έλληνες αθλητές κέρδισαν αρκετά μετάλλια στους ολυμπιακούς αγώνες του 1996. || (ιατρ.): Πόδι αθλητή, για είδος μυκητίασης στο πόδι. 2. (λόγ., μτφ.): ~ του Xριστού / της χριστιανικής πίστεως, αυτός που πιστεύει έντονα και αγωνίζεται για τη χριστιανική πίστη.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀθλητής· 2: ελνστ. σημ.· λόγ. < ελνστ. ἀθλήτρια]
[Λεξικό Κριαρά]
- αθλητής ο.
-
- Aγωνιστής (της θρησκείας), μάρτυρας:
- πάσα τιμωρία, ήν πέπονθεν ως αθλητής υπό των Iουδαίων (Παϊσ., Iστ. Σινά 1209).
[αρχ. ουσ. αθλητής. H λ. και σήμ.]
- Aγωνιστής (της θρησκείας), μάρτυρας:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθλητής [aθlitís] ο,
- ① athlete:
- ~ της πάλης |
- προσόντα αθλητή sportsmanship |
- συμπεριφορά αξία αθλητή sportsmanlike conduct |
- poem γυναίκες, αθλητάδες, παιδιών, ηρώων κεφάλια, μέσ' τα μουσεία θωράς (Markoras) |
- κ' εχαμογέλα σαν Oλυμπιονίκης, | σαν ~ π' ο αγώνας έχει αγιάσει (Sikel)
- ⓐ one having a strong, exercised body
- ② sportsman:
- ~ της αυτοκινητοδρομίας auto-racer
- ③ fig one zealously working hard and long toward the prevalence and triumph of an ideal, combatant, champion:
- ~ του χριστιανισμού |
- πνευματικός ~ |
- ο Mαβίλης ... τελείωσε στο στάδιο του λόγου ~ με τη δημηγορία του στη Bουλή κατά τις αξέχαστες συνεδρίες για το γλωσσικό ζήτημα (Palam) |
- ο πιστός είναι ~ της πίστεως (Tatakis) |
- | ο θείος ~ του πόνου ανέστη, για να φέρη στην άβυσσο των μνημάτων την ελπίδα, το φως της ζωής (Melas) |
- poem την ίδια αν έταξα καρδιά να σκώσω στην κορφή της | { τάμα τρανό {, σαν ~, ιερέας και προφήτης (Sikel)
[fr AG ἀθλητής; sense 3 in PatrG]
- ① athlete: