Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθιβόλι [aθivóli] το, (& θιβόλι) region.
- ① paper pattern, model (syn αχνάρι, πατρόν, στάμπα, σχέδιο):
- έκοψα ~ για παντελόνι του παιδιού
- ② fig model, example (good or bad) (syn παράδειγμα, υπόδειγμα)
[also dial αντιβόλι; fr MG αθιβόλιν, -ι, this fr MG αντιβόλιν ← αντιβόλαιον, αθιβόλαιον]
- ① paper pattern, model (syn αχνάρι, πατρόν, στάμπα, σχέδιο):
[Λεξικό Κριαρά]
- αθιβόλιν το· αθιβόλι.
-
- 1) Aρχέτυπο, πρωτότυπο:
- Tούτον ένι διπλόν ότι ούτως το έχει το αθιβόλιν (Aσσίζ. 22019).
- 2) Yπόδειγμα, καλό παράδειγμα, πρότυπο:
- αθιβόλι χριστιανών, Mαρία μεγαλοτάτη (Σκλέντζα, Ποιήμ. 1214).
[<ουσ. αντιβόλαιον (11. αι., LBG). H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Aρχέτυπο, πρωτότυπο: