Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αθιβολή η· ανθιβολή· αφιβολή.
-
- 1) Aμφιβολία, δισταγμός:
- χωρίς καμίαν αφιβολήν την κεφαλή του κόψω (Θησ. Γ´ [542]).
- 2)
- α) Συζήτηση, ομιλία, κουβέντα:
- πάντα για τον τραγουδιστήν αθιβολές εκίνα (Eρωτόκρ. A´ 436)·
- β) ιστορία, διήγηση:
- (Iμπ. 986).
- α) Συζήτηση, ομιλία, κουβέντα:
- 3) Θέμα, ζήτημα, περίπτωση:
- εις τούτη την αθιβολή κι εκείνοι να μου μοιάσα (Στάθ. Γ´ 408).
- 4) Aιτία, αφορμή:
- οπού έχουσιν αθιβολήν μαλώνουν; (Σαχλ., Aφήγ. 235).
[πιθ. <μτγν. ουσ. αμφιβολή (πβ. αμφίβολον). O τ. ανθι‑ και η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Aμφιβολία, δισταγμός:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθιβολή [aθivolí] η, dial & region.
- ① doubt, hesitation
- ② talk, conversation, discussion:
- ποτέ δε φέραμε ... την ~ για τις άγιες δονκιχώτικες ετούτες ώρες (Kazantz) |
- οι άντρες πιάσανε τις αθιβολές (Prevelakis) |
- folks. ~ δεν είχανε κι αθιβολήν ευρήκαν (Theros)
- ⓐ subject of conversation, mention (syn θέμα συζητήσεως):
- με τα καμώματά της έγινε ~ του χωριού |
- χτες βράδυ είχαμε την ~ σου |
- κάθε που έρχουνταν ο παππούς μου στο σπίτι έφερνε την ~ της και τα μάτια του βούρκωναν (Kazantz) |
- σαν απίστευτη ~ σερνόταν από στόμα σε στόμα στο χωριό πως κλ (Myriv)
[fr MG αθιβολή, αφιβολή, ανθιβολή ← MG αμφιβολή, which form in -ή fr αμφιβολία (αθιβολία attested in Laconia, αθθιβολία in Cos) as αντιλογή (Mani) fr (MG, ModG) αντιλογία]