Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αθηρωμάτωση η [aθiromátosi] Ο33 : (ιατρ.) η παθολογική εναπόθεση λιπαρών ουσιών στον εσωτερικό χιτώνα των αιμοφόρων αγγείων και η πάθηση την οποία προκαλεί.
[λόγ. < νλατ. atheromatosis < atheromat- < ελνστ. ἀθηρωματ- (δες αθήρωμα) -osis = -ωσις > -ωση]