Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αθηναϊκός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αθηναϊκός -ή -ό [aθinaikós] Ε1 : που προέρχεται, ανήκει ή αναφέρεται στην Aθήνα ή στους Aθηναίους: ~ τύπος. Aθηναϊκές εφημερίδες. Aθηναϊκό φύλλο. Aθηναϊκή ζωή. Aθηναϊκό αρχοντικό / σπίτι. Aθηναϊκό μυθιστόρημα. Aθηναϊκά τραγούδια. Aθηναϊκή προφορά / γλώσσα. || (φιλολ.): H Aθηναϊκή Σχολή.

[λόγ. Aθηνα(ίος) -ικός (πρβ. ελνστ. ἀθηναϊκός `που ανήκει στην Aθηνά΄)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αθηναϊκός, -ή, -ό [αθinaikós]
  • Athenian, of or from Athens (syn αθηναίικος, D αθηνιώτικος):
    • αθηναϊκή γλώσσα, καντάδα |
    • αθηναϊκή σχολή Athenian School; Athenian literary group (η παλιά αθηναϊκή σχολή, η νέα αθηναϊκή σχολή του 1880) |
    • ~ ρομαντισμός |
    • αθηναϊκές εφημερίδες, αθηναϊκά φύλλα |
    • αθηναϊκό μυθιστόρημα |
    • στο τραπέζι ενός μαγαζιού έξω στο αθηναϊκό πεζοδρόμιο σας καλεί ... στο χτήμα του (Kokkinos) |
    • τα άσπρα συννεφάκια ... ίσως είχαν σχηματιστή από την τσίκνα που ανέβηκε από τις αθηναϊκές αυλές (Charis) |
    • να προσέξουμε μερικές εκδηλώσεις εξωαθηναϊκές, για να βεβαιωθούμε ότι παντού ξαναβρίσκεται ο ~ χαρακτήρας (Dimaras)

[der of Aθῆναι: different is K ἀθηναϊκός, der of Aθηνᾶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες