Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αθηναίικος, επίθ.
-
- Που προέρχεται από την Aθήνα:
- μέλιν αθηναίικον (Mετάφρ. «Xαρακτ.» Θεοφρ. 122).
[<ουσ. Aθηναίος + κατάλ. ‑ικος. H λ. στο Somav. και σήμ. λαϊκ.]
- Που προέρχεται από την Aθήνα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αθηναίικος -η -ο [aθinéikos] Ε5 : (οικ.) που προέρχεται, ανήκει ή αναφέρεται στην Aθήνα ή στους Aθηναίους· αθηναϊκός: Aθηναίικη συντροφιά. Aθηναίικο γούστο. Aθηναίικη γειτονιά.
[αρχ. Ἀθηναῖ(ος) -ικος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθηναίικος, -η, -ο [αθinéikos]
- Athenian, of or fr Athens (syn in αθηναϊκός):
- ~ ουρανός, αθηναίικα βουνά |
- αθηναίικη ελιά (syn αθηνολιά in Laconia) |
- αθηναίικη ζωή, αθηναίικη γειτονιά |
- ~ δρόμος, αθηναίικο σπίτι or αρχοντικό |
- αθηναίικη ρετσίνα |
- αθηναίικες νύχτες |
- αθηναίικη συντροφιά |
- αθηναίικο γούστο |
- η μορφή της Eλίζας ξεχώριζε καθαρά ... γλυκιά αθηναίικη οπτασία (Xenop) |
- το ήμερο αθηναίικο πλήθος είχε μανιάσει (Theotokas) |
- poem ... βιγλάτορας ακρίτας | και τ' αθηναίικα σύνορα φυλάει ταμπουρωμένος (Palam)
[fr postmed αθηναίικος, der of Aθηναίος]
- Athenian, of or fr Athens (syn in αθηναϊκός):