Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αθεϊστικός -ή -ό [aθeistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον αθεϊσμό, που δε δέχεται την ύπαρξη Θεού: Aθεϊστική θεωρία / διδασκαλία. H αθεϊστική φιλοσοφία του Σπινόζα.
[λόγ. < αγγλ. atheistic < atheist = αθεϊστ(ής) -ic = -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθεϊστικός, -ή, -ό [aθeistikós]
- atheistic:
- αθεϊστική διδασκαλία |
- αθεϊστική θεωρία |
- αθεϊστικό ρεύμα |
- η φήμη του (sc του Σπινόζα) η αθεϊστική έφτασε στο χωριό εκείνο (Lambridi) |
- (η επιστήμη) είναι όμως αποφασιστικά αντιχριστιανική και αθεϊστική (Theodoridis)
[der of αθεϊστής]
- atheistic: