Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αθεϊστής ο [aθeistís] Ο7 θηλ. αθεΐστρια [aθeístria] Ο27 : αυτός που πιστεύει ή που υποστηρίζει αθεϊστικές θεωρίες· άθεος: Ο σοφιστής Πρωταγόρας και ο ~ Διαγόρας κατηγορήθηκαν για ασέβεια.
[λόγ. < γαλλ. athéiste < athé(isme) = αθε(ϊσμός) -iste = -ιστής· λόγ. αθεϊσ(τής) -τρια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθεϊστής [aθeistís] ο, αθεΐστρια [aθεístria] η, philos
- atheist:
- ο σοφιστής Πρωταγόρας και ο ~ Διαγόρας καταδικάστηκαν για ασέβεια (Kakridis transl of Nilsson)
[der of αθεΐζω]
- atheist: