Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αθεϊσμός ο [aθeizmós] Ο17 : (φιλοσ.) αντίληψη που αρνείται την ύπαρξη του θεού· αθεΐα: Tάσεις αθεϊσμού.
[λόγ. < γαλλ. athéisme < athé(e) < αρχ. ἄθε(ος) -isme = -ισμός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθεϊσμός [aθeizmós] ο, philos
- disbelief in God's existence, atheism (syn αθεΐα, ant θεϊσμός):
- ο ~ είναι αδιανόητος |
- ο εγωισμός είναι ο μόνος αληθινός ~ (Vrettakos) |
- οι αντιπροσωπευτικοί ... τύποι του αστικού αθεϊσμού ζουν αργότερα στη Γαλλία (Theodoridis) |
- (δημιουργούν) για τον εαυτό τους ένα μέσο για να γνωρίσουν το Θεό χωρίς μεσολαβητή ... και έτσι πέφτουν ή στον αθεϊσμό ή στο θεϊσμό (Tatakis)
[der of αθεΐζω]
- disbelief in God's existence, atheism (syn αθεΐα, ant θεϊσμός):