Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αθερίνα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αθερίνα η [aθerína] Ο25 : είδος μικρόσωμου ψαριού.

[μσν. αθερίνα < αρχ. ἀθερίν(η) μεταπλ. ]

[Λεξικό Κριαρά]
αθερίνα η.
  • Είδος μικρού ψαριού, αθερίνα:
    • (Σπανός A 59), (Πουλολ. 345).

[<αρχ. ουσ. αθερίνη. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αθερίνα [aθerína] η, ichth
  • ① sand smelt, atherine, silversides, Atherina hepsetus (syn αθερινός) and Atherina boyeri:
    • βλέπαμε αθερίνες να περνάνε κάτ' από τη σκάφη (της βάρκας) κοπάδια (Kontoglou) |
    • poem νερομαχά απ' τη χαραυγή ως το βράδυ, λαφροπλεούσα η ~ η γραμμένη (Mammelis)
  • ② a small marine fish, the picarel, Maena smaris (syn μαρίδα)

[fr AG ἀθερίνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες