Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αθεράπευτος, επίθ.· αθαράπευτος.
-
- Που δεν μπορεί να θεραπευτεί, ανίατος:
- (Iερακοσ. 4882), (Eρμον. Ω 353).
[αρχ. επίθ. αθεράπευτος. H λ. και σήμ.]
- Που δεν μπορεί να θεραπευτεί, ανίατος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αθεράπευτος -η -ο [aθerápeftos] Ε5 : που δε θεραπεύτηκε ή που δεν είναι δυνατό να θεραπευτεί· αγιάτρευτος, ανίατος: α. (για οργανικές ή ψυχικές ασθένειες, βλάβες κτλ.): Aθεράπευτη αρρώστια / πληγή. Aθεράπευτο τραύμα. Aθεράπευτο πάθος. Aθεράπευτη μανία. β. (για κάτι που είναι ή θεωρείται αδυναμία, ελάττωμα κτλ.): H αθεράπευτη νοσταλγία του παρελθόντος. ~ σχολαστικισμός. H αθεράπευτη δεισιδαιμονία της απλοϊκής ψυχής. ~ καημός. γ. (για πρόσ. που έχει κάποια αδυναμία, ελάττωμα κτλ.): ~ χαρτοπαίκτης. Παρέμεινε ένας ~ νοσταλγός.
αθεράπευτα ΕΠIΡΡ: Έχει ~ εξασθενίσει. Είναι ~ ρομαντικός. [λόγ. < ελνστ. ἀθεράπευτος, αρχ. σημ.: `αφρόντιστος΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθεράπευτος, -η, -ο [aθerápeftos]
- ① past cure, incurable, irremediable, irreversible (syn in αγιάτρευτος 1a):
- αρρώστια (ασθένεια) αθεράπευτη malady past cure, intractable ailment, incurable disease |
- πληγή αθεράπευτη |
- αθεράπευτο νόσημα |
- ~ μέθυσος incurable drunkard |
- αθεράπευτη βλάβη στον εγκέφαλο incurable brain damage |
- η αγκύλωση ήταν αθεράπευτη (Xenop) |
- ικανοί να συντρίψουν ψυχές, να δημιουργήσουν αθεράπευτες θλίψεις, για να κορέσουν την ερωτική τους δίψα (Panagiotop) |
- η εγκατάλειψη ... προέρχεται ... από αθεράπευτο ξαφνικό τραυματισμό (Thrylos)
- ⓐ irreparable, irrelievable (syn in αγιάτρευτος 1b):
- αθεράπευτη συνήθεια |
- αθεράπευτη αταξία |
- αθεράπευτη αμφιβολία |
- αθεράπευτη αδυναμία |
- αθεράπευτη ανησυχία |
- αθεράπευτες αδυναμίες |
- αθεράπευτο πάθος |
- αθεράπευτα ψυχικά τραύματα |
- αθεράπευτη μανία συλλογής inveterate collection mania |
- ~ ονειροπόλος |
- ~ ατομικιστής incurable individualist or incurably selfish person |
- ~ χαρτοπαίχτης inveterate gambler |
- θα μας καταδικάση σε αθεράπευτο μαρασμό (Theotokas) |
- ο χωρισμός των γονέων ... σημαίνει για το παιδί κάτι το βαρύ και το αθεράπευτο (Xirotiris) |
- οι αθεράπευτοι θιασώτες του σχολαστικισμού και του σκοταδισμού (Papanoutsos) |
- δεν ανήκω στους αθεράπευτους νοσταλγούς του παρελθόντος και τους επίσης αθεράπευτους μεμψίμοιρους (Panagiotop) |
- η αθεράπευτη δεισιδαιμονία της απλοϊκής ψυχής ... ζητάει παντού το αίτιο έξω από τον εαυτό της (Terzakis) |
- φωτίζει ... μια αθεράπευτη ανθρώπινη ελαττωματικότητα (Thrylos)
- ⓑ unfulfilled, unanswered (syn in αγιάτρευτος 1c):
- ~ καημός
- ② unhealed, uncured (syn in αγιάτρευτος 2):
- είναι ακόμα ~ από το τραύμα
[fr MG αθεράπευτος ← AG, K]
- ① past cure, incurable, irremediable, irreversible (syn in αγιάτρευτος 1a):