Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αθεράπευτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αθεράπευτα [aθerápefta] adv
  • ① incurably (syn in αγιάτρευτα 1):
    • έχει πια ~ εξασθενήσει (Thrylos)
  • ② irreparably, irretrievably, irremediably, utterly, altogether, hopelessly (syn in αγιάτρευτα 2):
    • ~ ερωτευμένος hopelessly in love |
    • ~ κούφος, ~ αδέξιος |
    • τον πληγώσατε ~ you insulted him irretrievably |
    • ~ νοσταλγός, το είχε ρίξει τελευταία στο κρασί (Palaiologos) |
    • πολλοί βλέπουν ... ένα ριζικό και ~ "παθητικό" πεσιμισμό (Papanoutsos) |
    • | (κείμενο) ~ ακρωτηριασμένο από τ' άλλα εκφραστικά του μέσα |
    • μουσική, χορογραφία (Terzakis)

[der of αθεράπευτος; cf kath αθεραπεύτως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες