Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αθεΐζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αθεΐζω [aθeízo] Ρ2.1α : αρνούμαι την ύπαρξη Θεού, είμαι άθεος, κλίνω προς την αθεΐα: Για τον απλοϊκό ή το φανατικό πιστό μιας θρησκείας, αθεΐζει ακόμα και εκείνος που απλώς δε συμμερίζεται το επίσημο δόγμα.

[λόγ. άθε(ος) -ίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αθεΐζω [aθeízo] aor αθέϊσα,
  • deny the existence of God, be an atheist (syn είμαι άθεος, είμαι οπαδός του αθεϊσμού):
    • φέραμεν τον λόγον διά τον Kαΐρη ότι αθέισε (Makryg)

[der of ἄθεος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες