Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αθεΐα η [aθeía] Ο25 : η άρνηση της ύπαρξης Θεού· αθεϊσμός: H ~ είναι μια αρχαία τάση στη φιλοσοφία.
[λόγ. < ελνστ. ἀθεΐα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθεΐα [aθeía] η,
- disbelief in the existence of God, atheism (syn αθεϊσμός):
- η ~ είναι πολύ αρχαία τάση στη φιλοσοφία |
- η ~ δεν είναι του ανθρώπου άλλο τίποτε παρά ξεθύμασμα της θεοβλάβειας του ανθρώπου (Palam) |
- οι στίχοι των τρανών ποιητών της φιλοσοφικής αθεΐας ... είναι κατανυκτικοί σαν τους βιβλικούς ψαλμούς (id.) |
- δεν διδάσκει την ώρα του μαθήματος παρά μηδενισμό και ~ (Xenop) |
- ολίγη επιστήμη, είπε ένας παλαιός στοχαστής, οδηγεί στην ~, αλλά πολλή επιστήμη ξαναφέρνει στο Θεό (Theotokas) |
- εγκαλούνται ... για ~ (Dimaras)
[fr K, PatrG ἀθεΐα 'disbelief in god', der of ἄθεος]
- disbelief in the existence of God, atheism (syn αθεϊσμός):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αθειάφιστος -η -ο [aθxáfistos] Ε5 : που δεν τον έχουν θειαφίσει: Aθειάφιστο αμπέλι / κλήμα.
[α- 1 θειαφισ- (θειαφίζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθειάφιστος, -η, -ο [aθjáfistos] (& region. ατειάφιστος)
- ① not sprayed w. sulphur, unsulphured:
- αθειάφιστο αμπέλι, κλήμα σταφύλι
- ② not disinfected by fumigation w. sulphur:
- πρέπει ν' απολυμάνης και το άλλο δωμάτιο, που έμεινε αθειάφιστο
[cpd w. θειαφιστός: θειαφίζω]
- ① not sprayed w. sulphur, unsulphured: