Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθανατίζω [aθanatízo]
- ① make immortal, immortalize:
- όσο κανείς συμμετέχει (στην κάρπωση των αγαθών του πνεύματος), τόσο και αθανατίζεται (Theodorakop) |
- και για ποιον αθανατίζεται εδώ ο θάνατος, αν όχι για τη ζωή την ίδια; (id.)
- ② extol, glorify (syn δοξάζω, εξυμνώ, απαθανατίζω):
- ακούσαμε ποιητάδες ανόητους που ήθελαν να αθανατίσουν τους ήρωες και οι παινεμένοι ήρωες δεν εκαταλάβαιναν λέξη (Solom) |
- χάρηκε σ' αυτό ο τύραγνος και δεν έβαινε φωτιά να καγή, ν' αθανατίση τ' όνομά του και να τους αναποδογυρίση όλους (Makryg) |
- όλο τον πόνο και τον αγώνα η ποίηση μπορεί να τον μετουσιώση σε όνειρο και ν' αθανατίση όσο εφήμερο μπορεί, κάνοντάς το τραγούδι (Kazantz) |
- (η ακριτική εποποιία) ξεπηδάει, γεμάτη παλμό, αλήθεια και θέρμη, από τα ίδια τα σπλάχνα της ζωής, ν' αθανατίση, να υψώση σ' αιώνια σύμβολα μορφές και πράξεις πραγματικές (Melas) |
- το Tολέδο ... το αθανάτισε με τη δική του αθανασία ο δυσθεώρητος και αγέρωχος Kρητικός (i.e. ο Θεοτοκόπουλος) (Panagiotop)
[fr PatrG, K ἀθανατίζω, der of αθάνατος]
- ① make immortal, immortalize: