Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αθανασία η [aθanasía] Ο25 : 1.η ιδιότητα του αθάνατου1: H ~ είναι μία ανεκπλήρωτη επιθυμία του ανθρώπου. || (φιλοσ.): ~ της ψυχής, η ιδιότητα της ψυχής να εξακολουθεί να υπάρχει και μετά το θάνατο. 2. παντοτινή διατήρηση στη μνήμη των ανθρώπων: Οι ήρωες κερδίζουν την ~.
[λόγ. < αρχ. ἀθανασία]
[Λεξικό Κριαρά]
- αθανασιά η.
-
- Αθανασία:
- (Πικατ. 535).
[αρχ. ουσ. αθανασία (και σήμ.) από μετρ. αν.]
- Αθανασία:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθανασία [aθanasía] η,
- ① immortality, continued existence, deathlessness, eternity (syn αφθαρσία, αιωνιότητα):
- ~ της ψυχής, ~ της τέχνης |
- ο άνθρωπος ... διάλεξε την άλογη ... ζωή, μια ζωή που είναι άντικρυς νεκρή, γιατί της λείπει η ~ (Tatakis) |
- poem εδώ στην έρμη ~ είμαι η καρδιά, | η νιότη, η αγάπη κ' η θυσία | και η μυρουδιά | κάποιας παράδεισος (Palam) |
- ω νιότη, | που σφυροκοπάς στην ίδια σου φωτιά | τη μυστικήν ~ σιωπηλά! (Sikel) |
- "H Eλλάδα μου" επρόφερε (sc ο Όθων) για λόγο του στερνό, | το πνεύμα παραδίνοντας εις την ~ (Malakasis)
- ② fig posthumous fame, glory after death, immortality (syn υστεροφημία, μεταθανάτια δόξα):
- έργα αθανασίας |
- ο ήρωας εκέρδισε την ~ |
- (θα τη βρούμε την ~) μόνο στα έργα που γέννησε ο νους και που είναι άξια να ζήσουν (Palam) |
- η Γαλλία ... τον έσπρωξε να παίξη το σπουδαιότερο εθνικό ρόλο, που τον παράδωσε στην ~ (Melas) |
- άνθρωποι που εγέμιζαν την εποχή τους με πάταγο κερδίζουν μονάχα την ~ της σιωπής (Panagiotop) |
- (η Bιττόρια Kολόννα) με την αφοσίωση, που της χάρισε ο Mιχαήλ Άγγελος, συμμερίσθηκε την ~ του (Kanellop) |
- poem ~ αν δεν έλαβες στη μάχη, όπως ποθούσες, | μα κ' έτσι δε σε πρόδωσε τ' άσμα σου τ' Oρφικό (Malakasis)
[fr MG ← K, AG ἀθανασία 'immortality']
- ① immortality, continued existence, deathlessness, eternity (syn αφθαρσία, αιωνιότητα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αθανασία [aθanasía] η,
- Athanasia.