Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αθέτηση η [aθétisi] Ο33 : η πράξη του αθετώ· καταπάτηση, παράβαση, παραβίαση, ακύρωση: H ~ υπόσχεσης / όρκου. Ο οφειλέτης ενέχεται για κάθε ~ της υποχρέωσής του. || (φιλολ.) χαρακτηρισμός τμήματος χειρογράφου ως νόθου: ~ χωρίου / λέξεως.
[λόγ. < ελνστ. ἀθέτη(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθέτηση [aθétisi] η, gen αθέτησης & αθετήσεως (L)
- ① non-observance, failure to fulfill, breach, breaking, violation (syn μη τήρηση, καταπάτηση, παράβαση, παραβίαση):
- ~ υποσχέσεως (γάμου) breach of promise (to marry) |
- το παράτησε, βέβαιη πως ο Θεός θα τη συχωρούσε για την ~ ενός όρκου (Xenop) |
- ο οφειλέτης ενέχεται ... για κάθε ~ της υποχρέωσής του (Christidis AK) |
- "προδοσία" ... εχαρακτήριζαν την ~ των συμμαχικών μας υποχρεώσεων (Roussos) |
- ~ των αντικειμενικών αιτίων στην ανάλυση των ανθρωπίνων ενεργειών έχει και μιαν άλλη συνέπεια |
- ότι απομονώνει τον ήρωα από τον γύρω κόσμο του (Dimaras)
- ② philol & paleogr rejection (of a passage as spurious), athetizing:
- ~ χωρίου, λέξεως
[fr AG ἀθέτησις]
- ① non-observance, failure to fulfill, breach, breaking, violation (syn μη τήρηση, καταπάτηση, παράβαση, παραβίαση):