Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αθέριστος -η -ο [aθéristos] Ε5 : που δεν τον έχουν θερίσει. ANT θερισμένος: Aθέριστο στάρι. ~ κάμπος. Tέλειωνε ο Iούλιος και το χωράφι έμενε ακόμα αθέριστο.
[ελνστ. ἀθέριστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθέριστος, -η, -ο [aθéristos] (& region. αθέριγος)
- ① unreaped, unmowed:
- αθέριστα γεννήματα |
- σιτάρι αθέριστο |
- σανά αθέριστα |
- χωράφι αθέριστο |
- κάμπος ~ |
- τα στάχυα ξεραθήκαν αθέριστα (Prevelakis) |
- folks. της τάζω στάρια αθέριστα μ' όλους τους θεριστάδες (DPetrop) |
- πουλεί χωράφι' αθέριστα, πουλεί και θερισμένα (id.) |
- poem λιβάδια ήταν αθέριστα κι απάτητα λαγκάδια (Palam) |
- αθέριστη κι ακόλαστη πάντα η τσουκνίδα (id.)
- ⓐ during which no reaping was done:
- poem στεγνός επύρωνε κι ~ Iούνιος μήνας | σε τούτο το ύψωμα, σε φωτεινούς αγρούς (Sinop)
- ② uncut, unclipped (syn άκοπος, ακούρευτος):
- poem έλα με τ' αθέριστα ξανθόμαλλα, έλα (Palam)
[fr K ἀθέριστος ← AG; cf θεριστός in pap]
- ① unreaped, unmowed: