Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθέριστα [αθérista] adv (& region. αθέριγα)
- without having reaped the grain crops:
- έχω ακόμα αθέριγα
[der of αθέριστος]
- without having reaped the grain crops: