Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αθέριστα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αθέριστα [αθérista] adv (& region. αθέριγα)
  • without having reaped the grain crops:
    • έχω ακόμα αθέριγα

[der of αθέριστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες