Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αθέρα
10 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
αθέρα η,
βλ. αθέρας.
[Λεξικό Γεωργακά]
αθεράπευτα [aθerápefta] adv
  • ① incurably (syn in αγιάτρευτα 1):
    • έχει πια ~ εξασθενήσει (Thrylos)
  • ② irreparably, irretrievably, irremediably, utterly, altogether, hopelessly (syn in αγιάτρευτα 2):
    • ~ ερωτευμένος hopelessly in love |
    • ~ κούφος, ~ αδέξιος |
    • τον πληγώσατε ~ you insulted him irretrievably |
    • ~ νοσταλγός, το είχε ρίξει τελευταία στο κρασί (Palaiologos) |
    • πολλοί βλέπουν ... ένα ριζικό και ~ "παθητικό" πεσιμισμό (Papanoutsos) |
    • | (κείμενο) ~ ακρωτηριασμένο από τ' άλλα εκφραστικά του μέσα |
    • μουσική, χορογραφία (Terzakis)

[der of αθεράπευτος; cf kath αθεραπεύτως]

[Λεξικό Κριαρά]
αθεράπευτος, επίθ.· αθαράπευτος.
  • Που δεν μπορεί να θεραπευτεί, ανίατος:
    • (Iερακοσ. 4882), (Eρμον. Ω 353).

[αρχ. επίθ. αθεράπευτος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αθεράπευτος -η -ο [aθerápeftos] Ε5 : που δε θεραπεύτηκε ή που δεν είναι δυνατό να θεραπευτεί· αγιάτρευτος, ανίατος: α. (για οργανικές ή ψυχικές ασθένειες, βλάβες κτλ.): Aθεράπευτη αρρώστια / πληγή. Aθεράπευτο τραύμα. Aθεράπευτο πάθος. Aθεράπευτη μανία. β. (για κάτι που είναι ή θεωρείται αδυναμία, ελάττωμα κτλ.): H αθεράπευτη νοσταλγία του παρελθόντος. ~ σχολαστικισμός. H αθεράπευτη δεισιδαιμονία της απλοϊκής ψυχής. ~ καημός. γ. (για πρόσ. που έχει κάποια αδυναμία, ελάττωμα κτλ.): ~ χαρτοπαίκτης. Παρέμεινε ένας ~ νοσταλγός. αθεράπευτα ΕΠIΡΡ: Έχει ~ εξασθενίσει. Είναι ~ ρομαντικός.

[λόγ. < ελνστ. ἀθεράπευτος, αρχ. σημ.: `αφρόντιστος΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αθεράπευτος, -η, -ο [aθerápeftos]
  • ① past cure, incurable, irremediable, irreversible (syn in αγιάτρευτος 1a):
    • αρρώστια (ασθένεια) αθεράπευτη malady past cure, intractable ailment, incurable disease |
    • πληγή αθεράπευτη |
    • αθεράπευτο νόσημα |
    • ~ μέθυσος incurable drunkard |
    • αθεράπευτη βλάβη στον εγκέφαλο incurable brain damage |
    • η αγκύλωση ήταν αθεράπευτη (Xenop) |
    • ικανοί να συντρίψουν ψυχές, να δημιουργήσουν αθεράπευτες θλίψεις, για να κορέσουν την ερωτική τους δίψα (Panagiotop) |
    • η εγκατάλειψη ... προέρχεται ... από αθεράπευτο ξαφνικό τραυματισμό (Thrylos)
  • ⓐ irreparable, irrelievable (syn in αγιάτρευτος 1b):
    • αθεράπευτη συνήθεια |
    • αθεράπευτη αταξία |
    • αθεράπευτη αμφιβολία |
    • αθεράπευτη αδυναμία |
    • αθεράπευτη ανησυχία |
    • αθεράπευτες αδυναμίες |
    • αθεράπευτο πάθος |
    • αθεράπευτα ψυχικά τραύματα |
    • αθεράπευτη μανία συλλογής inveterate collection mania |
    • ~ ονειροπόλος |
    • ~ ατομικιστής incurable individualist or incurably selfish person |
    • ~ χαρτοπαίχτης inveterate gambler |
    • θα μας καταδικάση σε αθεράπευτο μαρασμό (Theotokas) |
    • ο χωρισμός των γονέων ... σημαίνει για το παιδί κάτι το βαρύ και το αθεράπευτο (Xirotiris) |
    • οι αθεράπευτοι θιασώτες του σχολαστικισμού και του σκοταδισμού (Papanoutsos) |
    • δεν ανήκω στους αθεράπευτους νοσταλγούς του παρελθόντος και τους επίσης αθεράπευτους μεμψίμοιρους (Panagiotop) |
    • η αθεράπευτη δεισιδαιμονία της απλοϊκής ψυχής ... ζητάει παντού το αίτιο έξω από τον εαυτό της (Terzakis) |
    • φωτίζει ... μια αθεράπευτη ανθρώπινη ελαττωματικότητα (Thrylos)
  • ⓑ unfulfilled, unanswered (syn in αγιάτρευτος 1c):
    • ~ καημός
  • ② unhealed, uncured (syn in αγιάτρευτος 2):
    • είναι ακόμα ~ από το τραύμα

[fr MG αθεράπευτος ← AG, K]

[Λεξικό Κριαρά]
αθέρας ο· αθέρα η.
  • 1) Το άγανο του σταχιού:
    • του δε σίτου ούσαι χαμναί αι αθέραι (Φυσιολ. (Zur.) XX 3b7).
  • 2) Tο εκλεκτότερο (από μια ομάδα), ο «αφρός»:
    • όλους αρματωμένους σιδερέινους, όλους αθέρα, διαλεκτούς (Διήγ. Aλ. V 60).

[<αρχ. ουσ. αθήρ. Το θηλ. στο Du Cange και σήμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αθέρας 1 ο [aθéras] Ο2 : 1.η ακμή κοφτερών οργάνων: Ο ~ του ξυραφιού / του μαχαιριού. 2. (μτφ.) το πιο εκλεκτό και λεπτό μέρος οποιουδήποτε πράγματος ή συνόλου· ανθός, αφρός, αφρόκρεμα: Διάλεξε τον αθέρα των κερασιών. Ο ~ της ομορφιάς.

[1: αρχ. ἀθήρ, αιτ. -έρα· 2: ελνστ. σημ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αθέρας 2 ο : (λογοτ.) τα ανώτατα στρώματα της ατμόσφαιρας, αιθέρας 1.

[λόγ. < αιθέρας 1 παρετυμ. αθέρας 1]

[Λεξικό Γεωργακά]
αθέρας1 [aθéras] ο, (& αθέρα η)
  • ① beard of grain, awn (syn άγανο, γένι του σταχυού, μουστάκι)
  • ⓐ dust fr the ear of grain (syn άχνη):
    • κοσκίνισε το στάρι να φύγη ο ~ |
    • poem ο άκρος ~ σας σαλεύει | σα να 'ναι αγιάζι και φυσά, | ήμερο ... (Agras)
  • ② cutting edge of tools (such as knife, razor, chisel, scalpel etc) (syn κόψη):
    • ο ~ του μαχαιριού (του ξυραφιού) είναι χαλασμένος, εστόμωσε |
    • poem στάχυα χρυσά, και το δρεπάνι |
    • σάς ρίχνει κάτω σαν ~ (Malakasis) |
    • ορθόστηθη κι ορθόφτερη η Σφίγγα ακαρτεράει | με τροχισμένο των νυχιών, σα σπάθα, τον αθέρα (Sikel)
  • ⓑ roughness of a whetted but unstropped razor:
    • ο τροχός αφήνει αθέρα με το τρόχισμα
  • ③ finest and choicest part of a thing or of fruit, best part, pick (syn ανθός, αφρός, ελεμές D, πεμπτουσία, ant σκάρτο):
    • πήρα λάδι αθέρα |
    • πουλάει αλεύρι αθέρα |
    • αγόρασα τον αθέρα των κερασιών I bought the pick of the cherries |
    • gnom όποιος διαλέγει τον αθέρα | παίρνει την κακή του μέρα the choosy person fails in his affairs in life |
    • λείπει από την έκφραση το ύψιστο φυσικό γέννημα, ο ~, η κορυφή και στη θέση της βρίσκεται ... η υπερβολή (Melas) |
    • poem χερουβικής χαράς χρυσός ~ | σ' εφλόγισε πατώντας της Hπείρου | το χώμα ... (Mavilis)| αγάπη μου, με τράβηξε δω πέρα | το μύρο του κορμιού σου και το μύρο | της άσπρης σου ψυχής που στον αθέρα | του θρηνοτραγουδιού σου χύνεις γύρω (Karyotakis)
  • ⓒ region. the finest flour
  • ④ of humans, the very best, elite, cream, flower (syn άνθος, ανθός, αφρόκρεμα, αφρός, κρέμα):
    • η κόρη σου είναι ο ~ των κοριτσιών |
    • ένα παλληκάρι, ο ~ του χωριού, του στρατού κλ |
    • ο ~ της κοινωνίας the cream of society |
    • ξενιτεύτηκε ο ~ της νεολαίας |
    • παρθένες πεντάμορφες και άγγιχτες ... ο αφρός και ο ~ της ομορφιάς και της παρθενιάς (Boem) |
    • folks. κούνια, κούνα τον αθέρα, | την καλή μου θυγατέρα (DPetrop)

[fr MG αθέρας 'the very best, cream' & αθέρα ← AG ἀθήρ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αθέρας2 s. αιθέρας.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες