Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αθέμιτος -η -ο [aθémitos] Ε5 : που γίνεται κατά παράβαση των καθιερωμένων (ηθικών αρχών, νόμων κτλ.). ANT θεμιτός: ~ ανταγωνισμός. Aθέμιτα κέρδη. Aθέμιτες ενέργειες / σχέσεις. Επεδίωκε την εξόντωση των αντιπάλων του με κάθε τρόπο, θεμιτό ή αθέμιτο.
αθέμιτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀθέμιτος `αντίθετος προς το θεϊκό νόμο΄ σημδ. γαλλ. illicite]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθέμιτος, -η, -ο [aθémitos] (L)
- illicit, illegitimate (ant θεμιτός):
- αθέμιτη πίεση |
- αθέμιτες ενέργειες unwarranted proceedings |
- αθέμιτες σχέσεις illicit relations or liaison |
- ~ δεσμός illicit relationship |
- αθέμιτη επιγαμία |
- αθέμιτες υπερβασίες |
- αθέμιτες συναλλαγές |
- ~ συναγωνισμός (~ ανταγωνισμός) unfair competition |
- αθέμιτα κέρδη ή στοιχήματα illicit profits or betting |
- με μέσα θεμιτά και αθέμιτα w. means legitimate and illicit |
- η αθέμιτη κυβέρνηση |
- ~ ανθρωπομορφισμός |
- ~ παραλληλισμός |
- ο πόλεμος δεν έχει παρά ένα μονάχα χρέος |
- την εξόντωση του αντιπάλου, με κάθε τρόπο |
- θεμιτό ή αθέμιτο (Panagiotop) |
- | εκείνο όμως που είναι αθέμιτο και ανώφελο είναι η εκμετάλλευση αυτού του αγώνα (Tsatsos) |
- | idiom phr είναι αθέμιτο να +subj |
- να βάζωμε όλους τους ενόχους ... στην ίδια κατηγορία ... είναι αθέμιτο και επικίνδυνο (Papanoutsos) |
- άρρητ' αθέμιτα (s. άρρητ' αθέμιτα)
[fr AG, K, PatrG ἀθέμιτος, cpd w. θεμιτός]
- illicit, illegitimate (ant θεμιτός):