Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθέμιτα [aθémita] adv
- illicitly, illegitimately, unfairly:
- στη μίμηση του ιψενικού τρόπου είχα συντομέψει ~ την απόσταση που χωρίζει την αλληγορία από το σύμβολο (Melas) |
- (τους αντιτιθέμενους όρους) τους υποβάλλομε σε μια διεργασία που φτωχαίνει ~ το περιεχόμενό τους (Papanoutsos) |
- μερικοί ... έχουν αποκτήσει θεμιτά ή ~ την ευπορία, που στερούνται οι άλλοι (Panagiotop) |
- να υποσχεθή πως θα 'δινε πίσω τον πλούτο που είχε ~ αποκτήσει (Kanellop) |
- λένε πως εκπροσωπούν (το Eθνικό Kέντρο) απλώς και μόνο επειδή κατέχουν την εξουσία, θεμιτά ή ~ (Christidis)
[der of αθέμιτος]
- illicitly, illegitimately, unfairly: