Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αθέλητος, επίθ.
-
- (Θεολ., προκ. για τον Υιό) που δεν έχει θέληση:
- μηδετέραν των αυτού φύσεων αθέλητον είναι ή ανενέργητον (Σφρ., Xρον. 18427).
[<στερ. α‑ + θέλω. H λ. τον 4. αι. (Lampe), στο Βλάχ. και σήμ.]
- (Θεολ., προκ. για τον Υιό) που δεν έχει θέληση:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αθέλητος -η -ο [aθélitos] Ε5 : α.για ενέργεια ή για το αποτέλεσμά της, που γίνεται χωρίς τη θέληση ή την πρόθεση εκείνου που την κάνει· ακούσιος, άθελος. ANT θεληματικός: Aθέλητη κίνηση. ~ θαυμασμός. H κακή πίστη δεν είναι πάντα συνειδητή και ηθελημένη, είναι και αθέλητη. β. (για πρόσ.) που κάνει κάτι χωρίς να το θέλει· ακούσιος: ~ φονιάς.
αθέλητα ΕΠIΡΡ άθελα: Mπλέχτηκε ~ σε μια ύποπτη υπόθεση. [α: ελνστ. ἀθέλητος· β: μσν. σημ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθέλητος, -η, -ο [aθélitos]
- ① unwilling, involuntary, unintentional, taking place against one's will or without one's intent (syn άθελος, ακούσιος L, χωρίς πρόθεση, ant θελημένος, θεληματικός, θελητός, σκόπιμος):
- μια αθέλητη κίνηση, αθέλητη κουβέντα,αθέλητη αγνωμοσύνη, ~ θαυμασμός |
- μια αθέλητη απροσεξία μου |
- ένα αθέλητο λογοπαίγνιο |
- ένα αθέλητο κωμικό στοιχείο |
- ~ φονιάς |
- αθέλητα όργανα του κακού |
- ο κοτζάμπασης ήταν όργανο του Tούρκου αθέλητο (Vlachogiannis) |
- είναι ανάγκη ... να παραμεριστούν οι αθέλητες ή σκόπιμες παρεξηγήσεις (Papanoutsos) |
- κάτι που συχνά έδωσε αφορμή σε θεληματικές ή αθέλητες παρεξηγήσεις (Karantonis) |
- από αθέλητη ή και θελητή σπουδή ... ενδιαφέρεται ... για το τι έχει να πη (Panagiotop) |
- η κακή πίστη δεν είναι πάντα συνειδητή και "ηθελημένη", είναι και αθέλητη (id.) |
- (ο Iμπραΐμ) θεωρούσε τους Έλληνες σαν αθέλητους συνεργάτες του (Roussos) |
- ανεπάρκεια ψυχολογικής προπαρασκευής ... προέρχεται από κάποια θελημένη ή αθέλητη αποξένωσή του από την κοινωνία (Chourmouzios) |
- poem ... κι ~ ο στοχασμός μου | πάει στις πεντάμορφες θεές του κόσμου (Palam)
- ② trans without volition, hesitant, irresolute (syn άβουλος, αναποφάσιστος, διστακτικός, ant με θέληση, με αποφασιστικότητα):
- ~ άνθρωπος irresolute man
[fr MG αθέλητος (Hesych. ἀβούλητον· ἀθέλητον) ← K (LXX +), cpd w. θελητός, q.v.]
- ① unwilling, involuntary, unintentional, taking place against one's will or without one's intent (syn άθελος, ακούσιος L, χωρίς πρόθεση, ant θελημένος, θεληματικός, θελητός, σκόπιμος):