Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθέλητα [aθélita] adv = άθελα (q.v.),
- also αθέλητά μου (σου κλ); and θελητά ή ~ willing or not, willy-nilly:
- άκουσα, ρώτησα, σώπασα ~ |
- με τη θέλησή του ή και ~ θα το κάμη |
- ~ έριξα μια ματιά στο σύντροφό μου |
- συνέχισα το δρόμο που ~ είχα πάρει |
- μπλέχτηκε ~ σ' ένα κίνημα |
- έτσι αθέλητά μου βάζω το χέρι μου στο σβέρκο |
- τούτο συμβαίνει και θελητά και ~ |
- αθέλητά του ευφραίνεται θωρώντας, που λένε, όμορφο κάζο (Psichari) |
- απαρνιέται θελητά ή ~ την προσωπική του ζωή (Panagiotop) |
- ο Σωκράτης είναι και ~ και θεληματικά φτωχός (id.) |
- ο αναγνώστης ... θ' αδικήση ανεπίγνωστα κι αθέλητά του (Chourmouzios) |
- poem και ξανασμίγω ~ και ξαναλέω τη ρίμα (Palam) |
- με ξεδικήθηκες και μου έγινες | ~ απαρνήτρα (Skipis)
[fr postmed αθέλητα, der of αθέλητος; cf K, PatrG ἀθελήτως]
- also αθέλητά μου (σου κλ); and θελητά ή ~ willing or not, willy-nilly: