Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθάσι [aθási] το, region.
- ① a kind of soft-shelled almond:
- folks. η μάνα μου με τάιζε σύκο παστό κι ~
- ② extract of sweet almonds and the drink made therefrom, orgeat (syn αμυγδαλάδα, σουμάδα, ορτζάδα [Kerkyra])
[fr MG αθάσιν ← K θάσιον, this shortened fr θάσιον ἀμύγδαλον]
- ① a kind of soft-shelled almond:
[Λεξικό Κριαρά]
- αθασία η.
-
- Aμυγδαλιά:
- (Bουστρ. 10016).
[<ουσ. αθάσιν + κατάλ. ‑ία. T. ‑ιά σήμ. κυπρ.]
- Aμυγδαλιά:
[Λεξικό Κριαρά]
- αθάσιν το.
-
- Aμύγδαλο:
- αθάσια και καρύδια και χρουσόμηλα παστά (Aσσίζ. 4965).
[<μτγν. ουσ. θάσιον. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. (Andr., λ. θάσιον). H λ. και σήμ. κυπρ.]
- Aμύγδαλο: