Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αθάρρευτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αθάρρευτος, επίθ.
  • Aνέλπιστος, απροσδόκητος:
    • το νέον τ’ αθάρρευτον όλο τους διηγήθη (Mαρκάδ. 571).

[<στερ. α‑ + θαρρεύω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αθάρρευτος, -η, -ο [aθáreftos]
  • timid, shy, hesitating (syn in αθάρρετος):
    • poem πρωτόβγαλτος κι ~ κι ακάτεχος του κόσμου (Palam) |
    • ήταν μικρή κι αθάρρευτη παιδούλα, | όταν εγώ τη γνώρισα μια μέρα (Malakasis) |
    • καημοί σε στήθια αθάρρευτα, καημοί και ντέρτια (Katsimpas).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες