Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αθάνατος -η -ο [aθánatos] Ε5 : 1.που δεν υπόκειται στο θάνατο, του οποίου η ύπαρξη είναι αιώνια. ANT θνητός: Ο Θεός είναι ~. H ψυχή είναι αθάνατη. ΦΡ το αθάνατο νερό, στη λαογραφία, το νερό που χαρίζει αθανασία σε όποιον το πιει. 2. (μτφ.) για κπ. ή για κτ. που έχει απεριόριστη διάρκεια μέσα στο χρόνο. α. που δε χάνει την αξία του, τη σημασία του, που διατηρείται για πάντα στη μνήμη των ανθρώπων: Tα αθάνατα έργα της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας. Tα αθάνατα μνημεία της αρχαιότητας. H δόξα των εθνικών μας ηρώων θα είναι αθάνατη. || (οικ.) επιφωνηματικά, κάθε φορά που διαπιστώνουμε ότι κάποιος ή κτ. διατηρούν αναλλοίωτες τις χαρακτηριστικές τους ιδιότητες: Aθάνατε Ρωμιέ! Aθάνατη Ελλάδα / ρετσίνα. β. για κτ. που αντιστέκεται στη φθορά του χρόνου, που έχει ζωή πολλών χρόνων ή αιώ νων: Παλιά, αθάνατα πέτρινα γεφύρια. || σε σχήμα υπερβολής, για κτ. που έχει πολύ μεγάλη αντοχή, που δε φθείρεται εύκολα: Aυτά τα παπούτσια είναι αθάνατα. 3. (ως ουσ.) οι Aθάνατοι: α1. τα μέλη της Aκαδημίας Aθηνών, της Γαλλικής Aκαδημίας και άλλων Aκαδημιών. α2. τα μέλη της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής. β. (ιστ.) επίλεκτο στρατιωτικό σώμα των Περσών και των Bυζαντινών.
[1, 2: αρχ. ἀθάνατος· 3α: λόγ. σημδ. γαλλ. immortels (πληθ.)· 3β: λόγ. < αρχ. ἀθάνατος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθάνατος1 [aθánatos] ο, usu. pl αθάνατοι οι,
- ① the gods, the immortals:
- ο Όλυμπος ήταν η κατοικία των αθανάτων |
- χωρίς τη δουλειά τίποτα δεν είναι εύκολο στον άνθρωπο ακόμα και σ' αυτούς τους αθανάτους (Vrettakos transl Phocylides) |
- poem και ντύνονται οι αθάνατοι για να τους πολεμήσουν (Palam)
- ② great men, glorious men (for their deeds or achievements):
- οι βουεροί αθάνατοι του μεσοπόλεμου ένας ένας πεθαίνουν (Panagiotop) |
- poem γράφει και πάλι με αστραπές | μέσ' το βιβλίο των αθανάτων | καινούργιες πράξεις ηρωικές (Malakasis)
- ③ member of the French Academy:
- πέθανε~, μέλος της Γαλλικής Aκαδημίας (Terzakis) |
- ανεξήγητο γεγονός ν' απορριφθή η υποψηφιότητα του ποιητή από τον περίβολο των αθανάτων (Papatsonis)
- ④ hist elite military corps, in Persia and Byzantium
[subsantiv. of adj αθάνατος]
- ① the gods, the immortals:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθάνατος2 [aθánatos] ο, (& αθάνατο το,) bot
- any of several long-lived plants, as
- ① century plant, Agave americana (syn αγαύη L, αλόη, αμάραντος)
- ② the squill Scilla maritima (syn σκίλλα, σκιλλοκρομμύδα) In lit:
- ανηφορίζουνε και βρίσκουν άγρια βλάστηση, φασκόμηλο, θυμάρι, αθάνατους (Moatsou-V) |
- σ' όλο το μάκρος της ακρογιαλιάς οι σαρκωμένοι αθάνατοι σαλεύουνε υποβλητικά ... τα τερατόμορφα λουλούδια τους
[fr adj αθάνατος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθάνατος3, -η, -ο [aθánatos]
- ① not subject to death, unperishing, undying, immortal (syn απέθαντος D, αιώνιος, ant θνητός):
- θνητοί και αθάνατοι |
- μόνον ο θεός είναι ~ |
- η ψυχή είναι αθάνατη |
- ο ~ δημιουργός |
- πνεύμα αθάνατο |
- ο άνθρωπος δεν είναι ~ παρά υπηρετεί κάτι ή κάποιον αθάνατο (Kazantz) |
- poem και εσύ αθάνατη, εσύ θεία, | που ό,τι θέλεις ημπορείς, | εις τον κάμπο, Eλευθερία, | ματωμένη περπατείς (Solom) |
- αρχαίο πνεύμ' αθάνατον, αγνέ πατέρα | του ωραίου και του μεγάλου και τ' αληθινού (Palam) |
- ζουν μόνο οι νεκροί, αθάνατοι κ' αιώνιοι (Gryparis) |
- ... ξέσπασμα δίψας, | δίψας θάνατου αθάνατου, μόνου περιούσιου παλμού μου (Sikel) |
- ίσως γιατί δεν ήτανε μοιραίο, αθάνατε Hρακλή, να κατορθώσης | τον τελευταίο σου άθλο τον πιο ωραίο (Skipis)
- ② enduring, permanent:
- αθάνατη φύση |
- το αθάνατο στοιχείο που δεν είναι ατομικό και που είναι ως θεία πνοή μέσα σ' όλους τους ανθρώπους (Kanellop) |
- poem στης δόξης θέλουν να γραφούν τ' αθάνατο δεφτέρι (Palam)
- ③ undying, everlasting, unforgettable, great (syn μεγάλος):
- αθάνατη φήμη everlasting fame |
- αθάνατη ευγνωμοσύνη undying gratitude |
- θέλεις δόξα; αυτή είναι, αθάνατη κι αληθινή (Psichari) |
- είκοσι χρόνια μ' έτρωγε σκουλήκι κρυφό, της πατρίδας ο ~ πόθος (Eftaliotis) |
- χαιρόμουνα τη λεβεντιά του σαν ένα πράμα αθάνατο (Prevelakis) |
- ο λαός της προσέφερε στην ανθρωπότητα μεγάλες και αθάνατες αξίες (Poulianos)
- ④ excelling, unsurpassed, matchless, renowned, glorious (syn αΐδιος, αιώνιος, αλησμόνητος, άφθαστος, υπέροχος, ένδοξος):
- οι αθάνατοι ήρωες, αθάνατα παλληκάρια |
- και τους καρτέρεσαν οι αθάνατοι Έλληνες ως εφτακόσιοι άνθρωποι (Makryg) |
- ο ~ ποιητής Όμηρος |
- τα αθάνατα δράματα των αρχαίων τραγικών |
- οι αθάνατοι τραγουδιστές |
- αθάνατοι ρυθμοί, αθάνατοι στίχοι |
- λόγια αθάνατα |
- αθάνατο ποίημα or τραγούδι |
- αθάνατη εποποιία |
- αθάνατη ομορφιά |
- όνειρα αθάνατα |
- το ελληνικό τοπίο το τραγούδησε η αθάνατη ελληνική δημοτική μούσα |
- αθάνατο μνημείο |
- αθάνατες δημιουργίες |
- αθάνατα βιβλία |
- τ' αναγνωρισμένα για μεγάλα και γι' αθάνατα έργα (Palam) |
- ~ επιγραμματικός λόγος |
- αθάνατα μυθιστορήματα |
- αθάνατο μνημείο του δημοτικού μας λόγου (Melas) |
- θυμούμαι ... τον άλλο, τον ακέριο του Cervantes, τον αθάνατο και απαρόμοιαστο (Panagiotop) |
- το Eικοσιένα είναι η μεγάλη και αθάνατη πράξη (the War of Independence of 1821) (id.) |
- τοποθεσίες που από το τραγούδι του θα μείνουν αθάνατες (Papatsonis) |
- poem π' άστραψε γέλιο αθάνατο, παιγνίδι της χαράς του (Solom) |
- και τη σοφία σπατάλα μου | για μιαν αθάνατη ώρα (Sikel) |
- αθάνατε τραγουδιστή, και ποιος σκοπός σε φτάνει; (Malakasis) |
- κι αστράφτει μέσα μου, στο φως, το αθάνατο πετράδι (SPasagiannis)
- ⑤ not subject to loss or damage, durable, solid, first-rate (syn ακατάλυτος, στερεός):
- σπίτι αθάνατο |
- αθάνατο πράμα |
- αθάνατο ύφασμα durable cloth |
- αθάνατα ρούχα or παπούτσια
- ⑥ folkl giving immortality, life-giving, of wonderworking curative water or that believed to bring people back to life:
- αθάνατο νερό |
- poem να βρη τ' αθάνατο νερό, για να την αναστήση (Palam) |
- κ' ήπια τ' αθάνατο νερό | γονατιστός στη φούχτα μου (Sikel) |
- θέλω η βρυσούλα, η ρεματιά ...| να μου προσφέρνουν γιατρικό τ' αθάνατα νερά τους (Krystallis)
- ⑦ choice, excellent, superb, marvelous (syn εκλεκτός, εξαίρετος, εξαίσιος, θαυμάσιος, ονομαστός):
- κρασί αθάνατο |
- έπειτα ήταν ... τ' αθάνατο γιαούρτι του κυρ-Γιάννη, Θεός (Xenop) |
- ... και θε να πιω ώσπου να ξεδιψάσω | από τ' αθάνατο το νάμα (Skipis)
- ⓐ blissful, divine, very happy:
- περνούν μια ζωή αθάνατη
[fr MG αθάνατος ← K, AG ἀθάνατος]
- ① not subject to death, unperishing, undying, immortal (syn απέθαντος D, αιώνιος, ant θνητός):