Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αθάνατο
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Γεωργακά]
αθάνατο s. αθάνατος2.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αθάνατος -η -ο [aθánatos] Ε5 : 1.που δεν υπόκειται στο θάνατο, του οποίου η ύπαρξη είναι αιώνια. ANT θνητός: Ο Θεός είναι ~. H ψυχή είναι αθάνατη. ΦΡ το αθάνατο νερό, στη λαογραφία, το νερό που χαρίζει αθανασία σε όποιον το πιει. 2. (μτφ.) για κπ. ή για κτ. που έχει απεριόριστη διάρκεια μέσα στο χρόνο. α. που δε χάνει την αξία του, τη σημασία του, που διατηρείται για πάντα στη μνήμη των ανθρώπων: Tα αθάνατα έργα της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας. Tα αθάνατα μνημεία της αρχαιότητας. H δόξα των εθνικών μας ηρώων θα είναι αθάνατη. || (οικ.) επιφωνηματικά, κάθε φορά που διαπιστώνουμε ότι κάποιος ή κτ. διατηρούν αναλλοίωτες τις χαρακτηριστικές τους ιδιότητες: Aθάνατε Ρωμιέ! Aθάνατη Ελλάδα / ρετσίνα. β. για κτ. που αντιστέκεται στη φθορά του χρόνου, που έχει ζωή πολλών χρόνων ή αιώ νων: Παλιά, αθάνατα πέτρινα γεφύρια. || σε σχήμα υπερβολής, για κτ. που έχει πολύ μεγάλη αντοχή, που δε φθείρεται εύκολα: Aυτά τα παπούτσια είναι αθάνατα. 3. (ως ουσ.) οι Aθάνατοι: α1. τα μέλη της Aκαδημίας Aθηνών, της Γαλλικής Aκαδημίας και άλλων Aκαδημιών. α2. τα μέλη της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής. β. (ιστ.) επίλεκτο στρατιωτικό σώμα των Περσών και των Bυζαντινών.

[1, 2: αρχ. ἀθάνατος· 3α: λόγ. σημδ. γαλλ. immortels (πληθ.)· 3β: λόγ. < αρχ. ἀθάνατος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αθάνατος1 [aθánatos] ο, usu. pl αθάνατοι οι,
  • ① the gods, the immortals:
    • ο Όλυμπος ήταν η κατοικία των αθανάτων |
    • χωρίς τη δουλειά τίποτα δεν είναι εύκολο στον άνθρωπο ακόμα και σ' αυτούς τους αθανάτους (Vrettakos transl Phocylides) |
    • poem και ντύνονται οι αθάνατοι για να τους πολεμήσουν (Palam)
  • ② great men, glorious men (for their deeds or achievements):
    • οι βουεροί αθάνατοι του μεσοπόλεμου ένας ένας πεθαίνουν (Panagiotop) |
    • poem γράφει και πάλι με αστραπές | μέσ' το βιβλίο των αθανάτων | καινούργιες πράξεις ηρωικές (Malakasis)
  • ③ member of the French Academy:
    • πέθανε~, μέλος της Γαλλικής Aκαδημίας (Terzakis) |
    • ανεξήγητο γεγονός ν' απορριφθή η υποψηφιότητα του ποιητή από τον περίβολο των αθανάτων (Papatsonis)
  • ④ hist elite military corps, in Persia and Byzantium

[subsantiv. of adj αθάνατος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αθάνατος2 [aθánatos] ο, (& αθάνατο το,) bot
  • any of several long-lived plants, as
  • ① century plant, Agave americana (syn αγαύη L, αλόη, αμάραντος)
  • ② the squill Scilla maritima (syn σκίλλα, σκιλλοκρομμύδα) In lit:
    • ανηφορίζουνε και βρίσκουν άγρια βλάστηση, φασκόμηλο, θυμάρι, αθάνατους (Moatsou-V) |
    • σ' όλο το μάκρος της ακρογιαλιάς οι σαρκωμένοι αθάνατοι σαλεύουνε υποβλητικά ... τα τερατόμορφα λουλούδια τους

[fr adj αθάνατος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αθάνατος3, -η, -ο [aθánatos]
  • ① not subject to death, unperishing, undying, immortal (syn απέθαντος D, αιώνιος, ant θνητός):
    • θνητοί και αθάνατοι |
    • μόνον ο θεός είναι ~ |
    • η ψυχή είναι αθάνατη |
    • ο ~ δημιουργός |
    • πνεύμα αθάνατο |
    • ο άνθρωπος δεν είναι ~ παρά υπηρετεί κάτι ή κάποιον αθάνατο (Kazantz) |
    • poem και εσύ αθάνατη, εσύ θεία, | που ό,τι θέλεις ημπορείς, | εις τον κάμπο, Eλευθερία, | ματωμένη περπατείς (Solom) |
    • αρχαίο πνεύμ' αθάνατον, αγνέ πατέρα | του ωραίου και του μεγάλου και τ' αληθινού (Palam) |
    • ζουν μόνο οι νεκροί, αθάνατοι κ' αιώνιοι (Gryparis) |
    • ... ξέσπασμα δίψας, | δίψας θάνατου αθάνατου, μόνου περιούσιου παλμού μου (Sikel) |
    • ίσως γιατί δεν ήτανε μοιραίο, αθάνατε Hρακλή, να κατορθώσης | τον τελευταίο σου άθλο τον πιο ωραίο (Skipis)
  • ② enduring, permanent:
    • αθάνατη φύση |
    • το αθάνατο στοιχείο που δεν είναι ατομικό και που είναι ως θεία πνοή μέσα σ' όλους τους ανθρώπους (Kanellop) |
    • poem στης δόξης θέλουν να γραφούν τ' αθάνατο δεφτέρι (Palam)
  • ③ undying, everlasting, unforgettable, great (syn μεγάλος):
    • αθάνατη φήμη everlasting fame |
    • αθάνατη ευγνωμοσύνη undying gratitude |
    • θέλεις δόξα; αυτή είναι, αθάνατη κι αληθινή (Psichari) |
    • είκοσι χρόνια μ' έτρωγε σκουλήκι κρυφό, της πατρίδας ο ~ πόθος (Eftaliotis) |
    • χαιρόμουνα τη λεβεντιά του σαν ένα πράμα αθάνατο (Prevelakis) |
    • ο λαός της προσέφερε στην ανθρωπότητα μεγάλες και αθάνατες αξίες (Poulianos)
  • ④ excelling, unsurpassed, matchless, renowned, glorious (syn αΐδιος, αιώνιος, αλησμόνητος, άφθαστος, υπέροχος, ένδοξος):
    • οι αθάνατοι ήρωες, αθάνατα παλληκάρια |
    • και τους καρτέρεσαν οι αθάνατοι Έλληνες ως εφτακόσιοι άνθρωποι (Makryg) |
    • ο ~ ποιητής Όμηρος |
    • τα αθάνατα δράματα των αρχαίων τραγικών |
    • οι αθάνατοι τραγουδιστές |
    • αθάνατοι ρυθμοί, αθάνατοι στίχοι |
    • λόγια αθάνατα |
    • αθάνατο ποίημα or τραγούδι |
    • αθάνατη εποποιία |
    • αθάνατη ομορφιά |
    • όνειρα αθάνατα |
    • το ελληνικό τοπίο το τραγούδησε η αθάνατη ελληνική δημοτική μούσα |
    • αθάνατο μνημείο |
    • αθάνατες δημιουργίες |
    • αθάνατα βιβλία |
    • τ' αναγνωρισμένα για μεγάλα και γι' αθάνατα έργα (Palam) |
    • ~ επιγραμματικός λόγος |
    • αθάνατα μυθιστορήματα |
    • αθάνατο μνημείο του δημοτικού μας λόγου (Melas) |
    • θυμούμαι ... τον άλλο, τον ακέριο του Cervantes, τον αθάνατο και απαρόμοιαστο (Panagiotop) |
    • το Eικοσιένα είναι η μεγάλη και αθάνατη πράξη (the War of Independence of 1821) (id.) |
    • τοποθεσίες που από το τραγούδι του θα μείνουν αθάνατες (Papatsonis) |
    • poem π' άστραψε γέλιο αθάνατο, παιγνίδι της χαράς του (Solom) |
    • και τη σοφία σπατάλα μου | για μιαν αθάνατη ώρα (Sikel) |
    • αθάνατε τραγουδιστή, και ποιος σκοπός σε φτάνει; (Malakasis) |
    • κι αστράφτει μέσα μου, στο φως, το αθάνατο πετράδι (SPasagiannis)
  • ⑤ not subject to loss or damage, durable, solid, first-rate (syn ακατάλυτος, στερεός):
    • σπίτι αθάνατο |
    • αθάνατο πράμα |
    • αθάνατο ύφασμα durable cloth |
    • αθάνατα ρούχα or παπούτσια
  • ⑥ folkl giving immortality, life-giving, of wonderworking curative water or that believed to bring people back to life:
    • αθάνατο νερό |
    • poem να βρη τ' αθάνατο νερό, για να την αναστήση (Palam) |
    • κ' ήπια τ' αθάνατο νερό | γονατιστός στη φούχτα μου (Sikel) |
    • θέλω η βρυσούλα, η ρεματιά ...| να μου προσφέρνουν γιατρικό τ' αθάνατα νερά τους (Krystallis)
  • ⑦ choice, excellent, superb, marvelous (syn εκλεκτός, εξαίρετος, εξαίσιος, θαυμάσιος, ονομαστός):
    • κρασί αθάνατο |
    • έπειτα ήταν ... τ' αθάνατο γιαούρτι του κυρ-Γιάννη, Θεός (Xenop) |
    • ... και θε να πιω ώσπου να ξεδιψάσω | από τ' αθάνατο το νάμα (Skipis)
  • ⓐ blissful, divine, very happy:
    • περνούν μια ζωή αθάνατη

[fr MG αθάνατος ← K, AG ἀθάνατος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες