Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αθάνατα, επίρρ.
-
- Aιώνια, παντοτινά:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [536]).
[<αρχ. επίθ. αθάνατος. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Aιώνια, παντοτινά:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθάνατα [aθánata] adv
- ① deathlessly, immortally, everlastingly, for eternity (syn αιώνια):
- το άτομο έχει σβήσει με τα πάθη του ..., στοχάζεται ~, απρόσωπα (Tsatsos) |
- οι αρχαίοι ... έγραψαν τόσο μεγάλη ιστορία, που εχάραξαν ~ τη μορφή τους μέσα στον χρόνο (Theodorakop)
- ② blissfully, divinely, admirably (syn ευτυχισμένα, εξαίρετα, θαυμάσια):
- ζούμε, περνούμε ~
[der of αθάνατος]
- ① deathlessly, immortally, everlastingly, for eternity (syn αιώνια):