Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αηδόνα
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αηδόνα η [aiδóna] Ο25α : 1.το θηλυκό αηδόνι. 2. (λαϊκ., μτφ.) για καλλίφωνη γυναίκα.

[μσν. αηδόνα < αηδόν(ι) μεγεθ. ]

[Λεξικό Κριαρά]
αηδόνα η.
  • Αηδόνι (προκ. για αγαπημένη γυναίκα):
    • Πόσα στενάζει δι’ εμέ η πάντερπνος αηδόνα (Διγ. Z 910).

[<αρχ. ουσ. αηδών η. H λ. και διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. (IΛ)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αηδόνα [ai∂óna] η,
  • ① nightingale:
    • poem κι όπως η ~ στη βαθιά νύχτα "Ίτυς, Ίτυς, Ίτυς!" φωνάζει μες στον πλάτανον, όμοια για σε η καρδιά (Sikel) |
    • να, μπαίνω εδώ στο σύδεντρο, ευθύς κιόλας, | ξυπνώ και την ~ μου και τότε τα κράζουμε (Stavrou)
  • ② fig woman w. a fine singing voice (syn καλλίφωνη γυναίκα):
    • ~ μου, μας μάγεψες με τη φωνή σου

[fr AG ἀηδών]

[Λεξικό Κριαρά]
αηδονάκι το.
  • Αηδόνι (θωπευτ.):
    • τ’ αηδονάκι μπλιο μην κελαϊδήσει (Bοσκοπ. 471).

[<ουσ. αηδόνι + κατάλ. άκι. H λ. στο Meursius (λ. ον) και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αηδονάκι [ai∂onáci] το,
  • young nightingale (syn αηδονόπουλο):
    • folks. νάνι νάνι το παιδάκι, | το γλυκό μου τ' ~ (DPetrop) |
    • και μέσα σ' ούλα τα πουλιά είναι και τ' ~ (Theros) |
    • poem για τ' ~ ζήσε, το Mάη που κελαϊδεί (Palam) |
    • πάψε, ~ της φραγής | και της νυχτιάς τριζόνι (Athanas)

[fr LMG αηδονάκι, der of αηδόνιν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες