Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αηδονοφωλιά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αηδονοφωλιά η [(ai)δonofolá] Ο24 : φωλιά αηδονιού.

[αηδόν(ι) -ο- + φωλιά]

[Λεξικό Γεωργακά]
αηδονοφωλιά [aj∂onofoljá] η,
  • nightingale's nest:
    • απάνω σε μια καρυδιά ... είχε ανακαλύψει η Έρση μια ~ (Drosinis) |
    • poem σαν ~ να ζεσταθή και να ευωδήση η μούχλα τούτη (TBarlas)

[cpd w. φωλιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες