Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αηδονολαλώ [ai∂onolaló] (imper αηδονολάλειε [Solom])
- sing sweetly like a nightingale (syn γλυκολαλώ):
- folks. μια όμορφη αηδονολαλεί κ' εγώ κρυφοστενάζω |
- κ' η γλώσσα τ' αηδονολαλεί και κελαϊδεί και λέγει |
- κ' η γλώσσα του αηδονολαλεί σαν το χελιδονάκι |
- poem αηδονολάλειε, στήθος μου, πριν το σπαθί σε σχίση (Solom) |
- κι απ' τη στερνή πνοή σου εμψυχωμένα | όλα αηδονολαλούν ύμνο σε σένα (Mavilis) |
- ... το βόλι | που σφύριζε αηδονολαλεί στο παραδείσιο περιβόλι (Palam)
[cpd w. λαλώ]
- sing sweetly like a nightingale (syn γλυκολαλώ):