Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αηδονάκι το.
-
- Αηδόνι (θωπευτ.):
- τ’ αηδονάκι μπλιο μην κελαϊδήσει (Bοσκοπ. 471).
[<ουσ. αηδόνι + κατάλ. ‑άκι. H λ. στο Meursius (λ. ‑ον) και σήμ.]
- Αηδόνι (θωπευτ.):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αηδονάκι [ai∂onáci] το,
- young nightingale (syn αηδονόπουλο):
- folks. νάνι νάνι το παιδάκι, | το γλυκό μου τ' ~ (DPetrop) |
- και μέσα σ' ούλα τα πουλιά είναι και τ' ~ (Theros) |
- poem για τ' ~ ζήσε, το Mάη που κελαϊδεί (Palam) |
- πάψε, ~ της φραγής | και της νυχτιάς τριζόνι (Athanas)
[fr LMG αηδονάκι, der of αηδόνιν]
- young nightingale (syn αηδονόπουλο):