Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αηδιαστικός -ή -ό [aiδiastikós] Ε1 : που προκαλεί αηδία· αποκρουστικός, σιχαμερός: Aηδιαστική γεύση / μυρωδιά. Aηδιαστικό φαγητό / ποτό / φάρμακο / θέαμα. Aηδιαστική συμπεριφορά. Aηδιαστικό κείμενο / χρονογράφημα.
[λόγ. αηδιασ- (αηδιάζω) -τικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αηδιαστικός, -ή, -ό [ai∂iastikós]
- ① nauseating, loathsome, queasy (syn που προξενεί αηδία):
- αηδιαστική τροφή nauseating food |
- αηδιαστική οσμή loathsome smell |
- αηδιαστικό φαΐ repellent food |
- αηδιαστικό γλυκό, αηδιαστικό φάρμακο |
- αηδιαστική γεύση
- ② fig distasteful, disgusting, repulsive, revolting:
- αηδιαστικό θέαμα sickening spectacle, sickener |
- αηδιαστικό έγκλημα |
- αηδιαστικές κακίες, αηδιαστικές αθλιότητες |
- αηδιαστική δουλειά noisome task |
- αηδιαστικά κοπλιμέντα fulsome compliments |
- επιδίδεται σε ... πράξεις αισχρές κι αηδιαστικές (Psathas) |
- (η κοινωνία) χρέος έχει ν' αφήση κατά μέρος την αηδιαστική υποκρισία του οίκτου (Papanoutsos) |
- οι καθαρολόγοι ... πάντα υπηρετούν τον αηδιαστικότερο "κομφορμισμό", το πνευματικό έρεβος και την αποτελμάτωση (Panagiotop) |
- (χωρίς την ακτινοβολία της τέχνης) η ζωή ... θα ήταν ανυπόφορη, αηδιαστική και γελοία (Thrylos)
[der of *αηδιαστός: αηδιάζω]
- ① nauseating, loathsome, queasy (syn που προξενεί αηδία):