Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αηδιαστικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αηδιαστικά [ai∂iastiká] adv
  • disgustingly, repulsively, sickeningly:
    • τα άσαρκα κόκκαλα ... εξείχαν ~ στις αρθρώσεις (Ioannop)

[der of αηδιαστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες