Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αηδιάζω [aiδiázo] Ρ2.1α μππ. αηδιασμένος : 1.αισθάνομαι αηδία, αποστροφή, απέχθεια: Δεν μπορώ να φάω, ~. ~ να τον ακούω. Aηδιασμένος από τις μικρότητές τους έφυγε. 2. προκαλώ σε κάποιον αηδία, απέχθεια: Mε αηδιάζει η γεύση τους.
[λόγ. αηδί(α) -άζω (πρβ. ελνστ. ἀηδίζω `προξενώ αηδία΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αηδιάζω [ai∂iázo] impf αηδιάζα, aor αηδίασα, ppp αηδιασμένος
- Ⓐ intr be loath, become disgusted, be fed up (with), get tired (of):
- ~ που τον βλέπω or να σ' ακούω |
- έχω αηδιάσει με τη συμπεριφορά του I am fed up w. his behavior |
- το σεμνό κορίτσι έγινε άξαφνα τόσο αδιάντροπο, ώστε ο νέος έφριξε, αηδίασε (Xenop) |
- το ... κακομοιριασμένο φέρσιμο του Bασίλη μ' ανακάτευε, αηδίαζα (Terzakis) |
- poem τα αίματα που στάζουνε βλέπει κι αηδιάζει (Kavafis)
- Ⓑ trans
- ① cause nausea, turn one's stomach (syn προκαλώ αηδία):
- το γιατρικό με αηδίαζε |
- η οσμή της κουζίνας με αηδίασε the smell of cooking turned my stomach |
- η μυρουδιά του κατραμιού πάντα με αηδίαζε
- ⓐ feel nausea from sth:
- ~ το γλυκό, το κρέας, το σκόρδο, το φάρμακο
- ② fig disgust (syn προκαλώ or προξενώ αηδία):
- αυτό το άτομο με αηδιάζει this fellow disgusts me |
- με αηδιάζουν τα αστεία του |
- μόνη η σκέψη την αηδίαζε (Roufos) |
- οι κομματικοί ανταγωνισμοί, τα μίση, τα πάθη τον είχαν αηδιάσει (Melas) |
- το περιβάλλον της την αηδιάζει (Thrylos)
- ⓑ feel disgust at s.o. or sth:
- ~ τη ζωή, την πολιτική, τα παχιά λόγια |
- κάποιες φιλολογικές υποχρεώσεις μου επείγουσες ... τις ~ (Palam) |
- poem μπορείς ν' αηδιάσης, λουλούδι | στη λάσπη πεταμένο; (Skiadas)
[der of αηδία; cf K ἀηδίζω 'disgust']
- Ⓐ intr be loath, become disgusted, be fed up (with), get tired (of):