Παράλληλη αναζήτηση
12 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αηδία η [aiδía] Ο25 : 1.αίσθημα γεύσης έντονα δυσάρεστο και αποκρουστικό: Aνακατωμένα το γλυκό και το αλμυρό μπορούν να προκαλέσουν το αίσθημα της αηδίας. || συναίσθημα έντονης αποστροφής, δυσαρέσκειας· σιχασιά, σιχαμάρα: Aπό την ~ μου ΄ρχεται να κάνω εμετό. H γλοιώδης και δουλική συμπεριφορά του μου προκαλεί ~. 2. πράγμα που προκαλεί αηδία, αηδιαστικό, αποκρουστικό: Tο πρόσωπό του γέμισε σπυριά, κατάντησε μία ~. 3. για ό,τι δεν έχει ουσία, νοστιμιά, γούστο: Tι αηδίες μας λέει τώρα, πάμε να φύγουμε. Δεν μπορώ άλλο τις αηδίες. Διάβασε κάτι αηδίες που έλεγε πως ήταν ποιήματα.
[λόγ. < αρχ. ἀηδία]
[Λεξικό Κριαρά]
- αηδία η.
-
- Pύπος:
- (Iερακοσ. 5019).
[αρχ. ουσ. αηδία. H λ. και σήμ.]
- Pύπος:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αηδία [ai∂ía] η,
- ① surfeit (syn αναγούλα)
- ② loathing, distaste, revulsion, disgust, aversion (syn αποστροφή, βδελυγμία, σιχαμός, σιχασιά):
- αυτό φέρνει ~ that's distasteful |
- η χοντρή μου κάνει ~ |
- αυτό μου προκαλεί ~ |
- αισθάνομαι ~ για κάτι or να τον βλέπω or να τον ακούω I feel disgust at |
- είσαι ~ or κατάντησες ~ πια! |
- αυτές οι κουβέντες μού κάνουν ~ |
- σε πιάνει αληθινή ~ μπροστά σ' αυτό το θέαμα |
- το θυμό του τον διαδέχεται ... ~ πέρα ως πέρα και των ανθρώπων και της ζωής (Palam) |
- τον κυρίευε και κάτι που έμοιαζε πολύ με ~ και με φρίκη (Xenop) |
- η πρωτεύουσα με τους ψευτομορφωμένους και "προοδευμένους" παπαγάλους των "φράγκων" τού φέρνει ~ (Melas) |
- είχε γλυτώσει από ... την ~ με τις αισθησιακές γυναίκες (Katsigra) |
- η σημερινή γενιά αισθάνεται πολλή ~ προς τους φορείς των ιδεών (Panagiotop) |
- (θυμάμαι) την ~ ζωγραφισμένη σ' ένα πρόσωπο που κοίταζε το θαύμα σα να το μύριζε (Seferis)
- ⓐ pl αηδίες οι, disgusting actions or talk, annoying things (syn σάχλες):
- να μη λες αηδίες |
- παρακαλώ να πάψουν αυτές οι αηδίες |
- τι σου λεγα! τι βρομιές, τι ~!
[fr AG ἀηδία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αηδιάζω [aiδiázo] Ρ2.1α μππ. αηδιασμένος : 1.αισθάνομαι αηδία, αποστροφή, απέχθεια: Δεν μπορώ να φάω, ~. ~ να τον ακούω. Aηδιασμένος από τις μικρότητές τους έφυγε. 2. προκαλώ σε κάποιον αηδία, απέχθεια: Mε αηδιάζει η γεύση τους.
[λόγ. αηδί(α) -άζω (πρβ. ελνστ. ἀηδίζω `προξενώ αηδία΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αηδιάζω [ai∂iázo] impf αηδιάζα, aor αηδίασα, ppp αηδιασμένος
- Ⓐ intr be loath, become disgusted, be fed up (with), get tired (of):
- ~ που τον βλέπω or να σ' ακούω |
- έχω αηδιάσει με τη συμπεριφορά του I am fed up w. his behavior |
- το σεμνό κορίτσι έγινε άξαφνα τόσο αδιάντροπο, ώστε ο νέος έφριξε, αηδίασε (Xenop) |
- το ... κακομοιριασμένο φέρσιμο του Bασίλη μ' ανακάτευε, αηδίαζα (Terzakis) |
- poem τα αίματα που στάζουνε βλέπει κι αηδιάζει (Kavafis)
- Ⓑ trans
- ① cause nausea, turn one's stomach (syn προκαλώ αηδία):
- το γιατρικό με αηδίαζε |
- η οσμή της κουζίνας με αηδίασε the smell of cooking turned my stomach |
- η μυρουδιά του κατραμιού πάντα με αηδίαζε
- ⓐ feel nausea from sth:
- ~ το γλυκό, το κρέας, το σκόρδο, το φάρμακο
- ② fig disgust (syn προκαλώ or προξενώ αηδία):
- αυτό το άτομο με αηδιάζει this fellow disgusts me |
- με αηδιάζουν τα αστεία του |
- μόνη η σκέψη την αηδίαζε (Roufos) |
- οι κομματικοί ανταγωνισμοί, τα μίση, τα πάθη τον είχαν αηδιάσει (Melas) |
- το περιβάλλον της την αηδιάζει (Thrylos)
- ⓑ feel disgust at s.o. or sth:
- ~ τη ζωή, την πολιτική, τα παχιά λόγια |
- κάποιες φιλολογικές υποχρεώσεις μου επείγουσες ... τις ~ (Palam) |
- poem μπορείς ν' αηδιάσης, λουλούδι | στη λάσπη πεταμένο; (Skiadas)
[der of αηδία; cf K ἀηδίζω 'disgust']
- Ⓐ intr be loath, become disgusted, be fed up (with), get tired (of):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αηδίασμα το [aiδíazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του αηδιάζω· αναγούλα, αναγούλιασμα.
[λόγ. αηδιασ- (αηδιάζω) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αήδιασμα [aí∂iazma] το, usu pl αηδιάσματα τα,
- disgust (syn αηδία) .
[Λεξικό Γεωργακά]
- αηδιασμένος, -η, -ο [ai∂iazménos]
- surfeited, disgusted (syn μπουχτισμένος, που έχει αηδία):
- ~ από τις απολαύσεις surfeited w. pleasure |
- ~ από τη ζωή |
- έφυγε ... ~ |
- ~, φαίνεται, από την ατμόσφαιρα αυτή των εθνικών προσέρχεται ο Φιλόπονος στο χριστιανισμό (Tatakis)
[ppp of αηδιάζω]
- surfeited, disgusted (syn μπουχτισμένος, που έχει αηδία):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αηδιαστικά [ai∂iastiká] adv
- disgustingly, repulsively, sickeningly:
- τα άσαρκα κόκκαλα ... εξείχαν ~ στις αρθρώσεις (Ioannop)
[der of αηδιαστικός]
- disgustingly, repulsively, sickeningly:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αηδιαστικός -ή -ό [aiδiastikós] Ε1 : που προκαλεί αηδία· αποκρουστικός, σιχαμερός: Aηδιαστική γεύση / μυρωδιά. Aηδιαστικό φαγητό / ποτό / φάρμακο / θέαμα. Aηδιαστική συμπεριφορά. Aηδιαστικό κείμενο / χρονογράφημα.
[λόγ. αηδιασ- (αηδιάζω) -τικός]